Νύχτα προχωρημένη, μετά τις τρεις. Στριγκλιές από φρεναρίσματα τρυπάνε τη σιωπή. Τα αυτοκίνητα ακινητοποιούνται ελάχιστα εκατοστά πριν τη σύγκρουση. Ο ταξιτζής έχει στοπ. Ο άλλος μάλλον έτρεχε λίγο παραπάνω. Αλλά δεν έχει σημασία, ο ταξιτζής έχει στοπ. Ο άλλος βγαίνει έξαλλος και ζητάει το λόγο: «Αποφάσισες να μας σκοτώσεις, ρε φίλε;» Ο ταξιτζής δεν βγαίνει από το όχημα, κατεβάζει το παράθυρο και ωρύεται από τη θέση του, μόνο που δεν καταλαβαίνω λέξη απ’ όσα λέει – η άρθρωσή του είναι απελπιστική. Μα αν κρίνω από το ύφος του, από την ένταση της φωνής του, από την παντελή απουσία δειγμάτων συγνώμης ή υποχώρησης ή έστω συγκατάβασης, ο ταξιτζής είναι ακλόνητα πεπεισμένος ότι έχει δίκιο. Ο ταξιτζής έχει στοπ, επαναλαμβάνω, κι όμως: έχει δίκιο!
Είναι απίστευτο αυτό που συμβαίνει. Γενικά. Ο Νεοέλληνας δεν έχει ποτέ άδικο. Ακόμα και στις περιπτώσεις που το ορίζει σαφέστατα ο νόμος. Πάντα υπάρχει μια παρακαμπτήριος, μια διακτίνιση, ένα «αλλά»: «Ναι, ρε μεγάλε, αλλά έτρεχες!» Ναι μεν, αλλά. Δεν ξέρω αν σε άλλη γλώσσα υπάρχει ανάλογη έκφραση που να αναδεικνύει την υπεκφυγή ως λαϊκό σπορ.
Τα τελευταία χρόνια, όταν ακούω γύρω μου τους θετικούς, τους αισιόδοξους, μέσα μου γελάω. Πώς είναι δυνατόν να ελπίζεις σε αλλαγή, σε ανατροπή της φαυλότητας, όταν κάθε μέλος του συνόλου αρνείται πεισματικά την προσωπική ευθύνη και παραπέμπει αυτιστικά σε μια απρόσωπη συλλογική, όταν αποκλείει a priori, ακυρώνει αξιωματικά, το ενδεχόμενο να σφάλλει ο ίδιος και παγίως μεταθέτει το σφάλμα στον άλλο; (Όπου ο άλλος: πρόσωπο ή σύνολο ή θεσμός.)
Στην προκειμένη περίπτωση δεν έχουμε να κάνουμε με ένα πρόβλημα ηθικής τάξης ή αισθητικής. Δεν ενδιαφέρει να διαπιστώσουμε «πόσο άσχημα συμπεριφέρθηκε ο ταξιτζής». Έχουμε να κάνουμε με ένα πρόβλημα λογιστικής, αποτελέσματος: πόσο ατελέσφορα συμπεριφέρεται ο ταξιτζής και ο καθένας από μας και πόσο μηδενική είναι η σούμα. Διότι, αν όλοι έχουν πάντα δίκιο, κανείς ποτέ δεν θα δει άσπρη μέρα. Άρα διακυβεύεται, σε πρώτο χρόνο, η ευημερία του συνόλου και του ατόμου και, σε δεύτερο χρόνο, η ίδια η επιβίωση. Είναι γελοίο να μιλάμε για ηθική και για αισθητική. Εδώ παίζεται το αύριο.
Τραγικά ατελέσφορη η συμπεριφορά του Νεοέλληνα. Τυφλός, κουφός, κατρακυλάει με χίλια και κουτουλάει δεξιά κι αριστερά και βρίζει τη μοίρα του. Όχι μόνο δεν βλέπει πια μπροστά του, όχι μόνο δεν ακούει τίποτα και κανέναν, αλλά ούτε καν σκέφτεται. Το έχει αναθέσει σε άλλους. Και υπάρχουν πολλοί πρόθυμοι που αναλαμβάνουν τη «βρώμικη δουλειά».
Βαθύτατο έλλειμμα παιδείας δηλώνει αυτή η κατάσταση. Χρεοκοπία της παιδείας. Στο σχολείο, στο σπίτι, στην εργασία, στην παρέα, στην τηλεόραση, παντού τονίζεται το άτομο, δηλαδή το εγώ. Οι άλλοι νοούνται ως στρατός εξυπηρέτησης του εγώ, διοικητική μέριμνα στην εκστρατεία κατάκτησης των στόχων του εγώ. Οι άλλοι είναι αδιάφοροι (όταν δεν είναι ενοχλητικοί), ξένοι, μακρινοί και, το πιο προφανές, υποδεέστεροι. Πώς θα μπορούσαν ποτέ να έχουν δίκιο;