Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2008

Ένας για όλους και όλοι για έναν!


Αυτό είναι το τελευταίο κυριακάτικο κείμενο του 2008.

Εμπορικότατο έτος το 2008. Ο κ. Ομπάμα πούλησε ελπίδες. Ο καπιταλισμός πούλησε όσους τον εμπιστεύτηκαν. Τα ελληνικά ΜΜΕ πούλησαν μαθητική εξέγερση. Ο Πολ Νιούμαν πούλησε ακριβά το τομάρι του. Και ο χοντρομπαλάς Αη-Βασίλης πούλησε και φέτος παραμύθια σε αυτοματικούς καταναλωτές. Μάζελ τοφ!

Το 2009 προβλέπεται λαμπρό. Η παγκόσμια οικονομία καταρρέει, το κλίμα παραπαίει, οι φυσικοί πόροι εξαντλούνται και ο άνθρωπος όχι μόνο αποδεικνύεται ανίκανος να αντιδράσει, αλλά φαίνεται ότι δεν μπορεί καν να αντιληφθεί πόσο προβληματική θα είναι η ύπαρξή του στα χρόνια που έρχονται.

Ο άνθρωπος: ένας φτωχός και μόνος καουμπόι που τριγυρνάει στην άγρια δύση της Ιστορίας πυροβολώντας τους Ντάλτον της κακοδαιμονίας του. Αποκλειστικός ενσαρκωτής της αθλιότητας πάνω στη Γη.

Αντί για χρόνια πολλά, στέλνω από το ανυπότακτο Σέργουντ προσκλητήριο σε βουβή επανάσταση. Επανάσταση ουσιαστική είναι τώρα πια μόνο η επιστροφή. (Τονίζω: επιστροφή, όχι καταστροφή). Ήσυχα κι ωραία. Αθόρυβα. Επιστροφή στα πρόσωπα. Επιστροφή στα απαραίτητα. Στην απλότητα. Στη φυσικότητα. Σε πράγματα απτά, με σχήμα, χρώμα και βάρος. Στα ζωντανά. Στα εφικτά. Στα σπουδαία. Στα αιώνια.

Επανάσταση είναι να γίνει πράξη το ξεχασμένο: Ένας για όλους και όλοι για έναν!

Αμήν.
Ρομπέν



Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2008

Έκτακτη ανακοίνωση του πρωθυπουργού

Ελληνίδες, Έλληνες

Η χώρα βρίσκεται σε γενική αποσύνθεση. Η κυβέρνηση στάθηκε ανίκανη να βάλει φρένο σε αυτήν την πορεία προς την καταστροφή.

Φταίμε όλοι. Πρώτος εγώ. Δεν τόλμησα. Έκανα ό,τι και όλοι οι προηγούμενοι. Συμβιβασμούς.

Το ξέρετε, το ξέρουμε όλοι, αλλά ποτέ δεν ομολογήθηκε από επίσημα χείλη. Ε, λοιπόν, ήρθε η ώρα να ομολογηθούν τα ανομολόγητα: αυτή η κυβέρνηση, και κάθε κυβέρνηση, είναι δέσμια των συμφερόντων που την ανέδειξαν. Είναι υποτελής σε ξένα κέντρα επιρροής. Είναι υπόλογη στους δανειστές της. Είναι μουδιασμένη από τον τρόμο του πολιτικού κόστους. Είναι δεμένη στο άρμα της επανεκλογής.

Σας διαβεβαιώνω, είναι εύκολο να χάσει κανείς το δρόμο του μέσα σε όλα αυτά. Είναι εύκολο να ξεχάσει. Είναι εύκολο να δειλιάσει. Είναι εύκολο να βολευτεί. Είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Ακόμα και αν έχει ξεκινήσει με τις καλύτερες προθέσεις.

Μα ο λαός δεν μας εκλέγει για να πράξουμε τα εύκολα. Μας εκλέγει, για να αναμετρηθούμε με τα δύσκολα. Σήμερα, εδώ, τώρα, μπροστά σε όλους εσάς, οφείλω να το παραδεχτώ. Χάσαμε τον δρόμο μας. Ξεχάσαμε. Δειλιάσαμε. Βολευτήκαμε. Αυτή είναι η σκληρή αλήθεια.

Αλλά σ’ αυτήν τη κρίσιμη στιγμή, στο χείλος του γκρεμού, η παγωμένη ανάσα του κινδύνου με αφύπνισε. Είδα καθαρά την πραγματικότητα. Αντιλήφθηκα το μέγεθος της απειλής που αντιμετωπίζει η χώρα.

Ελληνίδες, Έλληνες,

Με πιστέψατε το 2004. Με πιστέψατε το 2007. Σήμερα σας ζητώ να με πιστέψετε άλλη μια φορά. Σας καταθέτω την αλήθεια μου. Έσφαλα και η ιστορία θα με κρίνει. Αλλά έχω σιχαθεί να σκύβω το κεφάλι. Έχω σιχαθεί να λογαριάζω τις πιέσεις των συμφερόντων και το πολιτικό κόστος. Και πάνω απ’ όλα έχω σιχαθεί να προδίδω την εμπιστοσύνη σας.

Αύριο ξεκινάει μια καινούρια μέρα. Αύριο θα απαλλάξω από τα καθήκοντά του κάθε συνεργάτη μου που δεν τίμησε το συμβόλαιό του με τον εργοδότη του: τον ελληνικό λαό. Αύριο θα ανοίξω την πόρτα στην αξιοκρατία. Αύριο θα δώσω εντολή να ξεκινήσουν όλες οι αναγκαίες ρυθμίσεις και μεταρρυθμίσεις στην παιδεία, στην υγεία, στο ασφαλιστικό, στο δημοσιονομικό. Αύριο θα προσαχθεί στη δικαιοσύνη κάθε ένοχος κάθε σκανδάλου που ντρόπιασε τη χώρα, όσο ψηλά κι αν βρίσκεται αυτός, ό,τι τίτλο κι αν φέρει. Αύριο θα τερματιστεί μια για πάντα η τρομοκρατία των κουκουλοφόρων, ακόμα και αν χρειαστεί να κατεβάσω στους δρόμους τον στρατό και τα τανκς. Από αύριο θα συλλαμβάνεται κάθε παραβάτης του ποινικού κώδικα, σύμφωνα με το σύνταγμα και τους νόμους αυτής της χώρας, χωρίς περιττή βία, χωρίς έκτροπα, χωρίς ατομικές και εκ του προχείρου ερμηνείες. Παραβάτης μπορεί ενίοτε να είναι και ο εκπρόσωπος του νόμου και ως τέτοιος θα αντιμετωπίζεται. Σας δίνω το λόγο της τιμής μου.

Αύριο ξεκινάει μια καινούρια μέρα. Θα παλέψω με νύχια και με δόντια. Για τη χώρα. Για το παρόν. Για το μέλλον. Για μας. Για τα παιδιά μας. Να είστε σίγουροι ότι θα με πολεμήσουν με λύσσα. Ήδη ακονίζουν τα μαχαίρια τους. Μετά από αυτήν την ομιλία, ξέρω ότι θα μείνω χωρίς συμμάχους. Ξέρω ότι θα μείνω μόνος. Ξέρω ότι θα κάνουν τα πάντα για να ρίξουν την κυβέρνηση. Το πιο πιθανό είναι ότι θα τα καταφέρουν. Αλλά για όσο ακόμα θα είμαι ο πρωθυπουργός αυτής της χώρας, είτε χρόνια είτε μήνες είτε εβδομάδες, δεν πρόκειται ποτέ ξανά, για κανέναν λόγο, να προδώσω την εμπιστοσύνη σας. Ποτέ. Αυτή η υπόσχεση είναι ιερή.

Σταθείτε πλάι μου σ’ αυτόν τον τελευταίο, τον άνισο αγώνα. Δεν επιζητώ επανεκλογή. Δεν επιζητώ υστεροφημία. Το μόνο που επιζητώ πια για τον εαυτό μου είναι μια ήσυχη συνείδηση. Χρειάζομαι τη στήριξή σας. Βοηθήστε με.

Σας ευχαριστώ.


Μια φορά να άκουγα κάτι τέτοιο. Μόνο μια φορά. Κι ας ξύπναγα μετά.

Ρομπέν



Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2008

Πολιτική κατάρρευση


Τα είπε όλα ο δάσκαλος στη σημερινή του συνέντευξη στον ΣΚΑΪ. Ακούστε τον. Σας παρακαλώ, ακούστε τον.

Ρισπέκτ.

Ρομπέν

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2008

Γελάτε, γιατί χανόμαστε


Άγνωστοι μπούκαραν στο στούντιο και διέκοψαν το δελτίο ειδήσεων της κρατικής τηλεόρασης, για να μεταδώσουν το δικό τους μήνυμα.

Διαβάστε το σχετικό άρθρο στη Ναυτεμπορική και δώστε προσοχή στις (σύντομες) δηλώσεις που έκαναν πάνω στο γεγονός, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, η αντιπολίτευση και το ΚΚΕ. Είναι τέτοια η απόκλιση των τριών σχολίων πάνω στο ίδιο γεγονός, που η αντιπαράθεσή τους θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο παράδειγμα της σύγχρονης Βαβέλ.

Σε ένα μόνο παρουσιάζουν παγίως αξιοθαύμαστη σύγκλιση οι πολιτικές δυναμεις. Στο σημείο όπου, με κάθε τρόπο, με κάθε δυνατότητα που τους δίνεται, οδηγούν τη χώρα: στον γκρεμό.

Γελάτε. Γελάτε, γιατί χανόμαστε.

Ρομπέν

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2008

Φόνος, συναίσθημα και σκοπιμότητες

Όσον αφορά τον φόνο του νεαρού Αλέξη Γρηγορόπουλου, βλέπω τρία διαφορετικά (αν και αλληλοσχετιζόμενα) σκέλη της συζήτησης:

1. το καθαυτό γεγονός του φόνου

2. οι συνθήκες, τα αίτια, οι ευθύνες

3. τα παρεπόμενα επεισόδια

Όταν η συζήτηση γίνεται ταυτοχρόνως και αδιακρίτως και στα τρία σκέλη, τότε αυτό που συμβαίνει είναι να μπλέκονται τα σκέλη, δηλαδή να μπερδεύουμε τα μπούτια μας. Δηλαδή σύγχυση. Γιατί, όταν έχει χαθεί μια ανθρώπινη ζωή, «τι να μιλάμε τώρα για σπασμένα τζάμια;». Εύκολοι αφορισμοί.

Ας τα ξεκαθαρίσουμε.

Πρώτο σκέλος. Χάθηκε η ζωή ενός παιδιού 15 ετών. Όπως και αν το πιάσεις, ό,τι και αν μεθοδεύσεις, ό,τι χρώμα γυαλιά και αν φορέσεις, το γεγονός είναι τραγικό. Και η απώλεια για την οικογένεια και τους οικείους του παιδιού δυσβάσταχτη, αφάνταστα οδυνηρή. Τέλος.

Δεύτερο σκέλος. Δεν ήμουν εκεί. Δεν ξέρω τι έγινε. Δεν στηρίζομαι σε δηλώσεις και διαδόσεις και μου φαίνεται ύποπτος καθένας που σπεύδει να στηριχτεί, για να εξαγάγει πολιτικά και άλλα συμπεράσματα ή να καταλογίσει, δίκην εισαγγελέα, ηθικές και ποινικές ευθύνες. Και εννοώ και τις δύο πλευρές, δηλαδή και τους κατήγορους και την υπεράσπιση του αυτουργού. Υπάρχει αρμόδιος ιατροδικαστής, αρμόδιος πραγματογνώμονας της βαλιστικής έρευνας, αρμόδιος εισαγγελέας και αρμόδιος δικαστής. Αυτοί θα αποφανθούν. Όλα τα άλλα είναι άκριτες βιασύνες, στην καλύτερη περίπτωση, ή δόλια μεθόδευση, στην χειρότερη.

Τρίτο σκέλος. Εδώ θέλω να σταθώ. Όχι γιατί εκτιμώ ότι «τα σπασμένα τζάμια» μετράνε πιο πολύ από τον θάνατο του παιδιού. Αλλά γιατί εδώ μου φαίνεται ότι υπάρχει το περισσότερο «ψωμί» για σχολιασμό.

Θα ξεκινήσω από τα παιδιά που διαδηλώνουν. Δεν ξέρω αν τα σπάνε κιόλας. Αν τα σπάνε, είναι φάουλ και κόκκινη κάρτα, και ας μιλάει όσο θέλει ο κ. Αλαβάνος για «κοινωνική εξέγερση της νεολαίας». Ας υποθέσουμε εδώ ότι οι μαθητές και οι φοιτητές δεν συμμετείχαν καθόλου στις βιαιοπραγίες, οι οποίες διαπράχθηκαν αποκλειστικά από εγκάθετα στοιχεία, κουκουλοφόρους και προβοκάτορες. Σε αυτήν την περίπτωση σέβομαι το συναίσθημα των παιδιών που διαδηλώνουν. Αλλά δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω ότι πρόκειται για συναίσθημα και τίποτε άλλο. Θεωρώ εντελώς απίθανο να έχουν οι δεκαπεντάχρονοι πολιτική συνείδηση, αγωνιστικό σκοπό και αγωνιστικό σχέδιο. Τα περί κοινωνικής εξέγερσης της νεολαίας ηχούν αστεία. Στο πλαίσιο μιας συναισθηματικής εκφόρτισης (από τη συνισταμένη φόρτιση που οφείλεται σε όλα τους τα προβλήματα, όχι μόνο στον φόνο του Αλέξη), μπορούν να κάνουν πορείες μέχρι να βγάλουν τα πόδια τους κάλους, να φωνάξουν μέχρι να κλείσει η φωνή τους και να πετάξουν στα ΜΑΤ όλες τις πέτρες των δρόμων. Αλλά το αύριο θα παραμείνει στη θέση του ανέπαφο. Αύριο ο Αλέξης θα έχει ξεχαστεί και τα προβλήματα που μαστίζουν την κοινωνία θα εξακολουθούν να είναι άλυτα.

Περνώντας έξω από ένα σχολείο είδα δύο μαθητές σκαρφαλωμένους στα κάγκελα να απλώνουν ένα πανό, που έγραφε:

«Αλέξη, έφυγες άδικα. Θα σε θυμόμαστε για πάντα.»

Είναι τρυφερό το μήνυμα. Σχεδόν αισθάνομαι πόσο γρήγορα χτυπάνε οι καρδιές αυτών των παιδιών, πώς ανατριχιάζουν, πώς δακρύζουν, πώς συνεπαίρνονται από την ιερότητα (μέσα από τα δικά τους μάτια) μιας κινητοποίησης και πώς ξεχύνονται ασυγκράτητα να προασπίσουν το δίκαιο.

Αλλά είναι πράγματι έτσι; Σίγουρα έφυγε άδικα ο Αλέξης. Όμως πόσοι θα τον θυμούνται για πάντα; Πόσων τη σκέψη θα απασχολεί ο Αλέξης σε έναν χρόνο από τώρα, όταν θα έχει πάψει να απασχολεί τα δελτία των ειδήσεων; Και ένα βήμα παραπέρα: πόσοι από τους μικρούς «εξεγερμένους» θα ήταν πρόθυμοι να πληρώσουν ένα κόστος για αυτήν την «εξέγερση». Γιατί, αν γενικά δεν υπήρχε κόστος, ο κόσμος θα ήταν γεμάτος από Τσε Γκεβάρα. Αλλά εγώ μόνο έναν ξέρω. Αν τους κόβανε το χαρτζιλίκι για έναν μήνα, θα κατέβαιναν στις πορείες; Αν τους παίρνανε το κινητό για έναν χρόνο, θα κατέβαιναν; Αν τους δινόταν η ευκαιρία να δουλεύουν για τέσσερις μόνο ώρες μία μόνο φορά την εβδομάδα επί ένα χρόνο, για να ενισχύσουν οικονομικά την οικογένεια του αδικοχαμένου Αλέξη (το οποίο μου φαίνεται πολύ πιο χρήσιμο για την οικογένεια από το κάψιμο των πανεπιστημίων), θα το έκαναν; Και πόσοι; Είναι λίγο διαφορετικά τα πράγματα, όταν εισάγεις την έννοια του κόστους. Αλλά από τα γεγονότα της εβδομάδας που πέρασε, κόστος προέκυψε μόνο για τους άλλους. Για τους διαδηλωτές κανένα. Και μόνο αυτό το γεγονός ακυρώνει ιδεολογικά ή τουλάχιστον υποβαθμίζει την «εξέγερσή» τους.

Ας αφήσουμε για λίγο τα παιδιά και ας πάμε σε μια άλλη περίπτωση, ενός ανθρώπου που δεν έχει την πολυτέλεια ελαφρυντικών, όπως το νεαρό της ηλικίας και η άγνοια, για όσα λέει. Γι’ αυτό και το μήνυμα που εξέπεμψε ήταν απαράδεκτο. Πρόκειται για τον κ. Λαζόπουλο. Ακούστε τα σχόλιά του στον Alpha. Ξεκινάει (σε αυτό το απόσπασμα) λέγοντας «αυτό που πετάς είναι λίγο». Εννοεί τις πέτρες, τα μπουκάλια, τις μολότοφ; Δεν έχουμε όλη τη συνέντευξη, για να αποφανθούμε. Καταλήγει προτρέποντας «να μην ηρεμήσουν» (τα παιδιά). Στην προσπάθεια που κάνει ο δημοσιογράφος να διευκρινίσει αν ο κ. Λαζόπουλος εννοεί «να μην ηρεμήσουν, ακόμα και αν αυτό θα φέρει περισσότερη βία», ο καλλιτέχνης αποφεύγει να δώσει σαφή απάντηση, αλλά νομίζω ότι είναι προφανές αυτό που εννοεί. Όπως ο ίδιος έχει πει πολλές φορές (και έχει απόλυτο δίκιο), δες το βλέμμα του άλλου, το ύφος του, το πνεύμα που αντικατοπτρίζεται στην όψη του και στη φωνή του και δεν χρειάζεται να σου πει λόγια, τον έχεις ακτινογραφήσει. (Το πιο πιθανό είναι να μην το έχει πει με αυτές τις λέξεις, αλλά αυτό είναι, νομίζω, το νόημα.). Αν, παρ’ όλα αυτά, τον έχω κρίνει εσφαλμένα, τότε προφανώς δεν τον αφορούν τα όσα ακολουθούν. Δηλαδή τα εξής ερωτηματικά:

1. Αν οι διαδηλωτές έκαιγαν το θέατρο στο οποίο παίζει ο δημοφιλής ηθοποιός, θα εξακολουθούσε να τους παραγγέλνει να μην ηρεμήσουν; Συνήθως οι άνθρωποι του θεάτρου (φαντάζομαι και ο κ. Λαζόπουλος), όταν κλείνει ένα θέατρο, εξεγείρονται, γιατί πλήττεται ο πολιτισμός και γιατί τόσοι άνθρωποι μένουν χωρίς δουλειά. Δεν πλήττεται ο πολιτισμός, όταν καταστρέφονται και λαφυραγωγούνται πανεπιστημιακές σχολές; Δεν μένουν χωρίς δουλειά άνθρωποι, όταν καίγονται επιχειρήσεις;

2. Αν ο κ. Λαζόπουλος είναι τόσο large τύπος και πιστεύει ότι η καταστροφή δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας είναι η λύση του προβλήματος, γιατί δε δίνει το καλό παράδειγμα; Ας αράξει το αυτοκίνητό του μπροστά στο Πολυτεχνείο και ας το κάνει ευγενική χορηγία στους συντρόφους κουκουλοφόρους, για να αποδώσουν κοινωνική δικαιοσύνη πυρπολώντας το με μολότοφ. Ή ας διοργανώσει ένα «εκρηκτικό» πάρτι στο σπίτι του, όπου οι εξεγερμένες δημοκρατικές δυνάμεις θα έχουν την ευκαιρία να «μην ηρεμήσουν» καθόλου, γκρεμίζοντας, καίγοντας και πλιατσικολογώντας την οικία του.

3. Ο κ. Λαζόπουλος χρησιμοποιεί επανειλημμένα φράσεις όπως «εν ψυχρώ εκτέλεση» ή «σηκώνει το όπλο και το εκτελεί» (ο ειδικός φρουρός το παιδί). Από πού αντλεί ο κ. Λαζόπουλος τη βεβαιότητα για την ταυτότητα του γεγονότος (αν ήταν ατύχημα, εν θερμώ φόνος ή εν ψυχρώ εκτέλεση); Ήταν αυτόπτης μάρτυς; Μιλάει με τον Θεό; Έχει άλλες αναμφισβήτητες, αντικειμενικές και αδιάβλητες πηγές; Επίσης, μέτρησα, στο παραπάνω βίντεο, διάρκειας 10 λεπτών, 13 φορές τη φράση «15 χρονών παιδί». Αρθρωμένη με τον κατάλληλο τόνο της φωνής και το κατάλληλο ύφος, αυτή η φράση αποτελεί ισχυρό υπομόχλιο για την πρόκληση του λαϊκού αισθήματος. Αυτή είναι η πρόθεση του κ. Λαζόπουλου; Και αν ναι, ποιες σκοπιμότητες υπηρετεί; Ή, αντίθετα, αυτή η εκφραστική είναι απλά αποτέλεσμα μιας αναβράζουσας αγανάκτησης που πνίγει τον καλλιτέχνη; Πιθανό κι αυτό.

Ασχολούμαι με την περίπτωση Λαζόπουλου, γιατί ήταν ίσως η πιο χαρακτηριστική μιας προσέγγισης άνισης, αν όχι ύποπτης. Δεν ασχολούμαι με την άλλη πλευρά, με τον κ. Κούγια ας πούμε, γιατί εκείνος είναι εξ επαγγέλματος ταγμένος υπερασπιστής του συμφέροντος του πελάτη του. Τι να αναρωτηθούμε, γιατί τον υπερασπίζει; Μα γιατί έτσι βγάζει το ψωμί του.

Μερικές τελευταίες σκέψεις:

1. Τραγικός και άδικος, είπαμε, ο θάνατος του νεαρού Αλέξη. Τραγικός και άδικος ο θάνατος κάθε νέου, όποιο κι αν είναι το όνομά του. Τραγικός και άδικος ο θάνατος ενός νέου σε κάποιο νοσοκομείο, εξαιτίας της εγκληματικής αμέλειας του γιατρού του. Συμβαίνει συχνά. Γιατί δεν εξεγείρεται κανείς; Γιατί δεν βλέπουμε διαμαρτυρόμενα πλήθη έξω από τα νοσοκομεία; Τραγικός ο θάνατος κάθε νέου στρατιώτη ως αποτέλεσμα της ηλιθιότητας και της ανικανότητας του διοικητή του. Συνέβη αρκετές φορές. Πού ήταν οι δημοκρατικές δυνάμεις; Γιατί δεν μπούκαραν στα στρατόπεδα να τα κάνουν στάχτη και μπούλβερη; Γιατί δεν ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος; Τραγικός ο θάνατος κάθε νέου στην άσφαλτο (εκατοντάδες κάθε χρόνο) με αιτία την τριτοκοσμική κακοτεχνία των δρόμων, την εγκληματική ανευθυνότητα των οδηγών, την αδιανόητη φαυλότητα του συστήματος, που αντί να εξετάζει με αυστηρότητα και αμεροληψία τους υποψήφιους οδηγούς, πουλάει διπλώματα οδήγησης ακόμα και στους πιο άσχετους κρετίνους. Πού βόσκουν τα μεγάλα μυαλά της κοινωνικής επανάστασης; Γιατί το Υπουργείο Συγκοινωνιών και το ΥΠΕΧΩΔΕ είναι ακόμα όρθια; Γιατί κανένας εργολάβος οδοποιίας δεν έχει σταυρωθεί με μπετονόκαρφα, μαζί με όλους τους δημόσιους λειτουργούς που «τα άρπαξαν», για να κάνουν τα στραβά μάτια στην κατάφωρη παραβίαση των σωστών κατασκευαστικών προδιαγραφών;

2. Η δημοκρατία δεν κινδυνεύει μόνο από όσους φέρουν όπλο. Η δημοκρατία κινδυνεύει από τη βλακεία, από την αδιαφορία, από την ατομοκρατία, από τον μηδενισμό, από την απώλεια κοινωνικής και ιστορικής συνείδησης, από την απώλεια της ανθρωπιάς. Δεν βλέπω λογικό το αίτημα να μην οπλοφορεί η αστυνομία (ακούστηκε κι αυτό). Ποιο είναι το επόμενο βήμα; Να μην οπλοφορεί ο στρατός; Αν σου επιτεθούν με σκοπό να σε ληστέψουν, να σε βιάσουν, να σε σφάξουν, με τι μέσο θα μπορέσει να σε σώσει ο εκπρόσωπος του νόμου; Με την πειθώ; Με φωτόσπαθα; Το αίτημα που πρέπει να τεθεί είναι η καλύτερη εκπαίδευση των αστυνομικών. Η πληρέστερη στελέχωση της υπηρεσίας. Η ορθή εκμετάλλευση του δυναμικού της: να πάψουν να κατασπαταλώνται οι αστυνομικές δυνάμεις σε ψηφοθηρικά πάρεργα, όπως η φύλαξη των γηπέδων, το ντάντεμα των φιλάθλων ή η προστασία των επαγγελματιών κομματικών μαφιόζων (όπως εύστοχα ονόμασε τους πολιτικούς-δυνάστες του τόπου ο Χρήστος Γιανναράς).

3. Τι ακριβώς σημαίνει, γατί συμβαίνει και πού αποσκοπεί αυτή η γλοιώδης μυθοποίηση, αν όχι θεοποίηση, των μαθητών και των φοιτητών; Αυτό το γλείψιμο, για να είμαι πιο σαφής. Με ποια βάση αποδίδεται σε αυτά τα παιδιά η ιδιότητα μιας συντεταγμένης κοινωνικής δύναμης ικανής να επιφέρει επιθυμητές αλλαγές; Ας λογικευτούμε. Ποιο είναι το προφίλ του μέσου μαθητή; (Δε μιλάμε για τις λαμπρές εξαιρέσεις, μιλάμε για τη μεγάλη μάζα.) Αν δεν έχω παρερμηνεύσει ασυγχώρητα τις παραστάσεις που προσλαμβάνω, το προφίλ του μέσου μαθητή, ενός ας πούμε 15-16 χρονών, είναι το εξής: ένας τυπάκος που μιλάει με 200 λέξεις. Που νομίζει ότι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος είναι δεξί μπακ του Πανσερραϊκού. Που το πιο ιερό του όνειρο είναι μια θέση στο Δημόσιο. Που είναι αποστερημένος από θεμελιώδεις φυσικές συγκινήσεις, όπως η χαρά του παιχνιδιού, η λειτουργία της οικογένειας, η ανακάλυψη (σε αντιδιαστολή με τη συνταγογραφημένη κατάποση και την προγραμματισμένη αφόδευση) της γνώσης. Που έχει αποδεχτεί τις δυσοίωνες για το μέλλον του προβλέψεις, τις διασαλπιζόμενες από κείνους ακριβώς που το υπονόμευσαν. Που δεν θα αντάλλαζε ποτέ το κινητό του με ένα ίσης αξίας πακέτο βιβλίων. Που ξημεροβραδιάζεται στα προπύργια του καπιταλισμού και της παγκοσμιοποίησης (διεθνείς αλυσίδες καφέ και ταχυφαγάδικων), τα οποία, όποτε του καπνίσει, τα δαιμονοποιεί και τα σπάει. Που είναι σωματικά και πνευματικά πλαδαρός. Που δεν έχει γνήσια περιέργεια, διαρκή προβληματισμό, ορμή να «κατακτήσει τον κόσμο». Δεν φταίει αυτός. Έτσι τον μεγάλωσαν και τον εκπαίδευσαν. Αλλά η δική μας οπτική γωνία, των «μεγάλων», απαιτεί να μην παραμυθιαζόμαστε. Να μην ηρωοποιούμε το μαθητή. Να μην περιμένουμε από αυτόν λύσεις που δεν μπορεί να δώσει. Και αν, τελικά, είναι τόσο αγνή, τόσο μάχιμη και τόσο ελπιδοφόρα αυτή η νεολαία, αυτό θα αποδειχτεί σε 10-15 χρόνια, όταν αυτή η γενιά θα είναι ο μπροστάρης, η ατμομηχανή της παραγωγής, το φρέσκο κύμα ψηφοφόρων, η αποχρώσα δύναμη του κοινωνικού σώματος. Με τόση ανατρεπτική δύναμη που της έχουμε προσδώσει, θα πρέπει να περιμένουμε ένα τσουνάμι κοινωνικών αλλαγών. Μακάρι. Μα πολύ φοβάμαι ότι άλλοι είναι οι δρόμοι, αφανείς και δύσβατοι, που οδηγούν σε τέτοιες αλλαγές. Θα δεχτούν οι νεολαίοι να τους βαδίσουν; Θα δεχτούν να πληρώσουν το κόστος; Τους ενδιαφέρει καν; Ή, μόλις βολευτούν σε μια θεσούλα, θα ξεχάσουν πάραυτα τα ρίγη της επαναστατικής δυναμικής;

Από τον τύπο σταχυολόγησα μερικές ψύχραιμες και χρήσιμες προσεγγίσεις των φαινομένων της βίας που παρατηρήσαμε την περασμένη εβδομάδα. Αξίζει να διαβαστούν:

Η κουλτούρα της καταστροφής

Τεχνητά αδιέξοδα (βλ. ΠΑΡΑΒΟΛΕΣ, του Μάκη Βοϊτσίδη)

Η ύστατη ξεφτίλα (βλ. ΚΑΝΑΒΑΤΣΟ, του Πάνου Θεοδωρίδη)


Ρομπέν


Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008

Extreme sports

Παγκόσμιο ρεκόρ η Ελλάδα στο κάπνισμα.

Παχιά παιδιά με σημάδια καρδιοπάθειας.


Κι έχω κάτι φίλους που επιμένουν ότι το μέλλον είναι φωτεινό…

Ρομπέν


Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2008

Ζητείται πατρίς

Αφορμή για το σημερινό μου άρθρο στάθηκε η δικτυακή μου επίσκεψή στο ημερολόγιο μιας ξένης. Όπως η ίδια περιγράφει τον εαυτό της, «η Ξένη γεννήθηκε στην πόλη του Αλί Πασά του Τεπελενλή από Έλληνες ομογενείς γονείς. Ζει στην Αθήνα και, όταν είναι προβληματισμένη, γράφει στο ημερολόγιό της». Με ευαισθησία και άλλοτε με οργή, αλλά πάντα με ζωντανή γραφή, παραθέτει περιστατικά από τη ζωή της στην Ελλάδα, όπου δεν έχει πάψει να νιώθει ξένη.

Η ξένη με έβαλε σε σκέψεις. Και τώρα εσείς θα υποστείτε το αποτέλεσμα.

Η ξένη έχει δίκιο να νιώθει πικρία και οργή. Οι παππούδες της ήταν Έλληνες. Ο γονείς της το ίδιο. Άρα κι εκείνη. Μαζί με χιλιάδες άλλους Έλληνες ξέμειναν στη Βόρεια Ήπειρο με το όνειρο να επιστρέψουν κάποτε στην πατρίδα. Και, όταν επέστρεψαν, καμία ανοιχτή αγκαλιά δεν βρήκαν. Μόνο δυσπιστία και ταλαιπωρία. Η ξένη έχει δίκιο.

Αλλά δεν είναι η μόνη που έχει δίκιο. Υπάρχουν πολλοί άλλοι. Τα πρώτα μεταναστευτικά κύματα εξ Αλβανίας δεν ήταν απόσταγμα πολιτισμού, ήθους και καλλιέργειας. Ήταν πολλά τα παρατράγουδα που έφεραν μαζί τους. Πολλά τα εγκλήματα. Πολλά τα καλάζνικοφ. Ένας φίλος μού είχε διηγηθεί εκείνα τα χρόνια ότι στο διπλανό από το δικό του χωριό, κάπου στην Ημαθία, μπήκαν σε ένα σπίτι τρεις Αλβανοί, έδεσαν το αντρόγυνο, σήκωσαν ό,τι είχε αξία, έφαγαν, ήπιαν και μετά δεν έφυγαν. Βίασαν τη γυναίκα και έκοψαν με το τσεκούρι το χέρι του άντρα. Μπορεί όλα αυτά να είναι μύθοι για λαϊκή κατανάλωση. Μπορεί τα πάντα να είναι μύθοι για λαϊκή κατανάλωση. Μπορεί το ότι πατήσαμε στη Σελήνη να είναι μύθος για λαϊκή κατανάλωση. Θα μου πεις, πριν έρθουν οι Αλβανοί στην Ελλάδα, δεν υπήρχε εγκληματικότητα; Σωστό. Αλλά ήταν ανάγκη να φορτωθούμε και την εισαγόμενη; Το ζευγάρι που κακοποιήθηκε έχει κι αυτό δίκιο να νιώθει οργή και μίσος. Είναι φυσικό η κρίση τους να θολώνει. Στη θολωμένη κρίση των αθεράπευτα πληγωμένων, ομογενείς Έλληνες και αυτόχθονες Αλβανοί γίνονται ένα πράγμα, καλοί και κακοί (είτε ομογενείς είτε Αλβανοί, Ρώσοι, Ινδοί, Πακιστανοί) ένα πράγμα, με ένα όνομα: ξένοι. Ακριβώς έτσι δουλεύει και στην άλλη μεριά: για την ξένη, και για κάθε ξένη, οι Έλληνες γηγενείς, που για κείνη είναι ξένοι (αφού αισθάνεται, αν έχω καταλάβει καλά, ότι ποτέ δεν τη δέχτηκαν), συνιστούν την πηγή των δεινών της.

Έχουμε, λοιπόν, δύο αντίθετες οπτικές γωνίες. Από τη μία οι έντιμοι ομογενείς που επαναπατρίζονται και οι εδώ αρχές τους αντιμετωπίζουν σαν να είναι γενετικά προκαθορισμένοι παραβάτες. Από την άλλη οι φιλήσυχοι γηγενείς, που βλέπουν ορδές βαρβάρων και στρατιές μαφιόζων (δεν αναφέρομαι στους έντιμους ομογενείς ούτε στους έντιμους αλλογενείς) να μπουκάρουν ανεξέλεγκτα από όλο το μήκος των συνόρων και να ληστεύουν, βιάζουν, σφάζουν τους Ελλαδίτες μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Ποιος έχει το δίκιο; Ποιος έχει το φταίξιμο;

Είπαμε, όλοι έχουν από ένα δίκιο. Εκτός από κείνους που είναι στην εξουσία: έχουν τόσο σφετεριστεί τα πάντα, ώστε έχουν απολέσει δια παντός το δικαίωμα να επικαλούνται οποιαδήποτε έννοια δικαίου. Τυγχάνουν φυσικοί ή ηθικοί αυτουργοί κάθε αδίκου. Σ’ αυτούς μπορεί να εντοπιστεί μια πρώτη ευθύνη. Αν είχαν μεριμνήσει, ώστε από την αρχή να υπήρχε σωστός έλεγχος και να εισέρχονταν στη χώρα ελεγχόμενοι αριθμοί μεταναστών, κάτοχοι πράσινης κάρτας και όλων των νόμιμων εγγράφων, σαφώς θα είχαν αποφευχθεί πολλά έκτροπα και η φήμη των μεταναστών και των επαναπατρισθέντων δε θα είχε δεχτεί τόσα πλήγματα. Λογικά, τότε, οι γηγενείς δεν θα τους αντιμετώπιζαν με τόση καχυποψία. Και η ξένη δε θα ένιωθε τόσο ξένη.

Μα, έτσι ή αλλιώς, το ζήτημα δεν είναι, στη βάση του, φυλετικό, με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Ο άρπαγας Αλβανός που εγκληματεί και ο ηλίθιος Έλληνας αστυνομικός που είτε δεν μπορεί με μια ματιά, με δυο κουβέντες, να διακρίνει τη διαφορά ανάμεσα σε έναν νομοταγή, καλλιεργημένο άνθρωπο (ό,τι χρώμα και αν έχει η ταυτότητά του) και σε έναν τύπο του υπόκοσμου ή μπορεί μεν να τη διακρίνει, αλλά εξακολουθεί να παίζει παιγνίδια εξουσίας, απλά και μόνο γιατί είναι ψυχικά άρρωστος, ανήκουν στην ίδια «φυλή», στην ίδια πατρίδα. Πρόκειται για τη φυλή των ηλιθίων και των παθολογικά εγωκεντρικών. Πατρίδα τους είναι η σαπίλα, το σκοτάδι, η αμαρτία (όπως ορίστηκε στο άρθρο της περασμένης Κυριακής), ο άθλιος τρόπος, ο στείρος χρόνος. Εδώ εντοπίζεται η ουσία του προβλήματος, σε γενικές γραμμές, και όχι στο χρώμα της ταυτότητας – εκείνο είναι μόνο η αφορμή.

Εκεί που το γενικό συναντάει το ειδικό γεννιέται συχνά ένα ανθρώπινο δράμα. Υπάρχουν σίγουρα ομογενείς που δεν προβληματίζονται σε τέτοιο βαθμό όπως η ξένη. Τους αρκεί που ζουν στη χώρα του ήλιου και μπορούν, όπως όλοι οι Έλληνες, να απολαύσουν τη φραπεδιά στην καφετέρια μπροστά σε μια γιγαντοοθόνη που δείχνει τσάμπιονς λιγκ. Αλλά τυχαίνει μέσα στον κήπο να φυτρώνουν και περίεργα φρούτα. Ειδικές περιπτώσεις. Άνθρωποι σαν την ξένη, ζωντανοί, σκεπτόμενοι. Αυτοί είναι καταδικασμένοι να υποφέρουν. Μα, αφενός, πάντα κάτι καλό μπορεί να βγει από αυτό (από τον πόνο) και, αφετέρου, (για άλλη μια φορά) δεν είναι οι μόνοι που υποφέρουν.

Στο σημείο που το γενικό συναντάει το ειδικό είναι ένας άνθρωπος που πληρώνει τη συνάντηση. Συνήθως, όποιος πληρώνει εστιάζει την προσοχή του στο τίμημα, στην αδικία και στην αναζήτηση της αιτίας, δηλαδή σε κείνα που αφορούν την περίπτωσή του. Δηλαδή στο ειδικό. Μα το γενικό είναι πάντα εκεί, αμετακίνητο, αμείλικτο για τον τολμητία που θα το πολεμήσει, παρήγορο για τον πιο φρόνιμο που θα αρκεστεί να το κατανοήσει.

Το γενικό λέει ότι όλοι υποφέρουμε. Μοίρα αναπόδραστη είναι. Και δεν υποφέρουμε γενικώς και αορίστως, υποφέρουμε συγκεκριμένως από τη δικτατορία της βλακείας και της ατομοκρατίας. Βήμα δεν μπορείς να κάνεις πια χωρίς να γίνεις μάρτυρας κάποιας οδυνηρής καταστρατήγησης του δικαίου, της λογικής, της αισθητικής. Οι σφαίρες έρχονται κατά ριπάς από κάθε κατεύθυνση, από κάθε σημείο, κάθε βαθμίδα, κάθε δομικό στοιχείο του κοινωνικού ιστού. Δεν είναι δυνατόν πλέον να εντοπιστεί μία πηγή του κακού, είμαστε αντιμέτωποι με ένα συνεχές της παρακμής, με μια θανάσιμη ακτινοβολία υποβάθρου.

Αν θέλουμε να ορίσουμε την έννοια της πατρίδας με όρους ρωμαλέους κι αλεξίσφαιρους, τότε πατρίδα του ανθρώπου δεν είναι τόσο ο τόπος στον οποίο κατοικεί, αλλά ο τρόπος που κατοικεί στο πνεύμα του. Αυτός ο ορισμός είναι μια ωραία ελευθερία, γιατί καθείς κάνει κουμάντο στο πνεύμα του και το ζεύει σε όποιο άρμα γουστάρει. Ιδρύεται πατρίδα, όταν ο όμοιος βρει τον όμοιο (ο ομότροπος τω πνεύματι τον ομότροπο), τον αναγνωρίσει και τον αγαπήσει. Δεν σημαίνει πως τότε αυτόματα συμβαίνει κατασίγαση του πυρός. Κάθε άλλο. Τότε είναι που γίνεσαι στόχος. Αλλά τουλάχιστον δεν είσαι μόνος κι ανοχύρωτος. Πράγμα σημαντικό για τη διατήρηση της ψυχικής σου υγείας.

Ρομπέν

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2008

Ζωή ιμιτασιόν

Σε δεδομένη στιγμή κάθε άνθρωπος βρίσκεται σε μία από τις τρεις υπαρκτικές καταστάσεις:

1. Νεκρός. Ένας άθεος μπορεί να ορίσει αυτήν την κατάσταση ως μη ύπαρξη. Ένας χριστιανός, ως μεταθανάτια επουράνια ζωή. Ένας ινδουιστής ως μετεμψύχωση και επιστροφή στη Γη, ενδεχομένως με τη μορφή κολεόπτερου (ανάλογα με το κάρμα).

2. Κωματώδης. Διακρίνουμε δύο υποπεριπτώσεις: α) κλινικά κωματώδης και β) τηλεοπτικά κωματώδης, δηλαδή κάποιος που κάθεται αδρανής, απαθής και αστόχαστος και παρακολουθεί τηλεόραση ή τη ζωή του να περνάει.

3. Ενεργός, δραστήριος, στοχαστικός.

Η πρώτη κατάσταση είναι έξω από τον έλεγχό μας. Η δεύτερη δεν είναι υγιής. Η τρίτη έχει, κι αυτή, δύο υποπεριπτώσεις: α) ενεργός στις γνήσιες εκφάνσεις της ζωής ή β) ενεργός στις υποκατάστατες εκφάνσεις.

Παραδείγματα.

Η γνήσια έκφανση της ανάγκης για ένωση δύο ανθρώπων είναι ο έρωτας. Η υποκατάστατη είναι το ακοινωνικό (αποκομμένο από σχέση κοινωνίας) σεξ.

Η γνήσια έκφανση της ανάγκης για κοινωνικότητα, της ανάγκης του ανήκειν, είναι η φιλία· τα γνήσια πεδία πραγμάτωσης της φιλίας είναι η οικογένεια (στενή και ευρύτερη) και η παρέα. Υποκατάστατες εκφάνσεις είναι ο κομματισμός και ο χουλιγκανισμός, με υποκατάστατα πεδία το κόμμα και την κερκίδα.

Η γνήσια έκφανση της ανάγκης για κουβέντα, για επικοινωνία, είναι η συζήτηση περί ιδεών (δηλαδή η φιλοσοφία), η υποκατάστατη είναι η συζήτηση περί γεγονότων και ανθρώπων (δηλαδή το κουτσομπολιό).

Γενικά, η τάση προς δράση είναι τάση υγιής και έμφυτη και κάθε άνθρωπος τη νιώθει, εκτός και αν συστηματικά την έχει απονευρώσει. Εφόσον νιώθει την τάση, επιλέγει αν θα την κάνει πράξη στο πεδίο της γνησιότητας ή στο πεδίο της υποκατάστασης. Επιλέγει, δηλαδή, αν θα ζήσει μια ζωή γνήσια ή μια ζωή ιμιτασιόν. Μια ζωή πλήρη νοήματος ή μια ζωή άνευ νοήματος.

Φαίνεται ότι ο πολύς κόσμος επιλέγει μια ζωή άνευ νοήματος. Μια ζωή αμαρτίας. Το γνήσιο νόημα της λέξης αμαρτία είναι αποτυχία, σφάλμα. Στην αριστοτελική εκδοχή της η λέξη αμαρτία σημαίνει ξαστόχημα κρίσης, ξεστράτισμα της λογικής («Μικρό λεξικό της αρχαίας ελληνικής», Μαρκαντωνάτος, Μοσχόπουλος, Χωραφάς). Δηλαδή ως αμαρτία ορίζεται κάτι λάθος, παράλογο, αναποτελεσματικό. Δεν ξέρω πώς η λέξη έφτασε να ταυτιστεί με την έννοια της παράβασης του ηθικού κανόνος. Υπό το φως τη γνήσιας έννοιας της αμαρτίας μάς έρχεται ίσως πιο στρωτό να κατανοήσουμε πώς και γιατί το ακοινωνικό σεξ, ο κομματισμός, ο χουλιγκανισμός και το κουτσομπολιό μπορούν να θεωρηθούν αμαρτίες: δεν έχουν το ευκταίο αποτέλεσμα.

Η αμαρτία βρίσκει γόνιμο έδαφος στις χαμηλότερες ψυχικές βαθμίδες, στο βασίλειο των ορμέμφυτων. Οι καρποί της είναι βραχύβιοι και περιορισμένης έως ανύπαρκτης χρησιμότητας, φευγαλέες ηδονές, στιγμιαίες εκτονώσεις. Η αμαρτία δε σε αφήνει γεμάτο, χορτάτο, αλλά ανικανοποίητο, πεινασμένο. Η αμαρτία δεν σε ολοκληρώνει, σε κερματίζει.

Αντίθετα, τα γνήσια ενεργήματα (έρωτας, φιλία, φιλοσοφία) δίνουν καρπούς χρήσιμους και διαρκείς, σε γεμίζουν και σε ολοκληρώνουν.

Τότε, γιατί η αμαρτία επικρατεί, ενώ τα γνήσια ενεργήματα σπανίζουν; Αφενός, καθετί γνήσιο κι αληθινό έχει υψηλότερο κόστος. Για να βρεις τον έρωτα, πρέπει να είσαι έτοιμος να περάσεις μοναξιά. Για να χτίσεις τη φιλία, πρέπει να είσαι διατεθειμένος να δώσεις, να προσφέρεις. Για να φιλοσοφήσεις, πρέπει να είσαι αποφασισμένος να μελετήσεις. Εξάλλου τα οφέλη από τα γνήσια ενεργήματα δεν είναι πάντα άμεσα ή θεαματικά. Ο αθλητής δεν κερδίζει την υγεία σε μια ώρα ή σε μια εβδομάδα. Μετά από δεκαετίες αφοσίωσης και ποτάμια ιδρώτα η διαφορά θα γίνει θεαματική: από τη μία ο εύρωστος και καθ’ όλα λειτουργικός ώριμος αθλητής και από την άλλη τα ερείπια της τρίτης ηλικίας. Η αμαρτία, λοιπόν, είναι εύκολη και πληρώνει τοις μετρητοίς. Ενώ η οδός του ωραίου και του μεγάλου είναι ανηφορική και πληρώνει με δόσεις.

Αφετέρου, η αμαρτία δημιουργεί κατανάλωση. Ο χωροχρονικά εντοπισμένος χαρακτήρας της (μπορεί να συντελεστεί εδώ και τώρα) την καθιστά εμπορεύσιμη. Κανένας δεν μπορεί να σου πουλήσει αγάπη, φιλία ή φιλοσοφία. Ενώ το σεξ, ο κομματισμός, ο φιλαθλητισμός και το κουτσομπολιό κάνουν τεράστιους τζίρους. Κατά συνέπεια, οι μηχανισμοί προβολής (βλέπε ΜΜΕ) πλασάρουν μανικά την αμαρτία και αποσιωπούν καθετί γνήσιο, καθετί που έχει τη δυναμική να υφαρπάξει τον άνθρωπο από την άσκοπη περιδίνηση και να τον παραπέμψει σε έναν τρόπο που παράγει αποτελέσματα. Πειθήνια οι μάζες υιοθετούν ό,τι προβάλλεται.

Είναι σημαντικό να γίνει σαφής η διάκριση (και ας επαναλαμβάνομαι εν μέρει): η αμαρτία (ο άστοχος, αναποτελεσματικός τρόπος βίου) χαρακτηρίζεται βαριά, δαιμονική, θανάσιμη, όχι γιατί παραβαίνει ηθικούς κανόνες, έρχεται αντιμέτωπη με κοινωνικές προκαταλήψεις ή σοκάρει τους άκριτους και τους φαρισαίους. Αλλά επειδή κατασπαταλάει, άρα στερεί από τον άνθρωπο, ό,τι πολυτιμότερο αυτός έχει, τον χρόνο του. Δηλαδή, ουσιαστικά, την ίδια του τη ζωή.

Ρομπέν

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2008

Yes, we can!

Ελλάδα 1981-2008. Μια μαύρη περίοδος ακάθεκτης κατρακύλας σε όλο το φάσμα των θεσμών και των αξιών. Περίοδος μετάλλαξης της ελλαδικής κοινωνίας στον χειρότερο εαυτό της. Η χώρα μια τεράστια πληγή που έχει κακοφορμίσει, αβάσταχτη η δυσωδία.

Άνοιξη 2009. Ελλείψει ισχυρής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, η κυβέρνηση προκηρύσσει εκλογές. Κατακτά τον πρωθυπουργικό θώκο ένας από τους δύο απαθείς και μακριά νυχτωμένους μνηστήρες.

Στον επινίκιο λόγο του ο νέος πρωθυπουργός επιχειρεί ιστορική αναδρομή, που φέρνει δάκρυα στα μάτια των ακροατών του. Ένα μήνυμα ελπίδας διατρέχει τη χώρα από άκρη σε άκρη.

«Αυτές οι εκλογές έχουν πολλές πρωτιές και πολλές ιστορίες που θα συζητούνται και στις επόμενες γενιές. Αλλά η ιστορία που έχω στο μυαλό μου απόψε αφορά μια γυναίκα που άσκησε το εκλογικό της δικαίωμα στα Σφακιά της Κρήτης. Μοιάζει σε πολλά με τα εκατομμύρια των ψηφοφόρων που στάθηκαν στην ουρά, για να κάνουν τη φωνή τους να ακουστεί σε αυτές τις εκλογές, αλλά διαφέρει σε ένα: η Άννα-Μαρία Καλτσουνάκη είναι 106 ετών.

Ή Άννα-Μαρία Καλτσουνάκη ήταν εκεί το 1920, όταν ο εθνικός διχασμός οδήγησε στην πτώση του Βενιζέλου και στη Μικρασιατική Καταστροφή. Την περίοδο 1946-1949, στον Εμφύλιο, είδε με τα μάτια της τον αδελφό να σκοτώνει τον αδελφό. Κατόπιν έζησε την επταετία της Χούντας και τη διχοτόμηση της Κύπρου. Αναρωτιέται κανείς: μπορούμε να γίνουμε πιο διχασμένοι, πιο αδιάφοροι, πιο ακοινώνητοι; Yes, we can!

Η Άννα-Μαρία Καλτσουνάκη είδε την ανατολή της παντοκρατορίας των εργολάβων, είδε να χτίζονται πόλεις-τέρατα, να περνάνε στη Βουλή εγκληματικές νομοθεσίες, να παραδίδεται η υποδομή της χώρας στο έλεος μιας αρπαχτικής συντεχνίας. Αργότερα είδε την κακοδιαχείριση των ευρωπαϊκών πακέτων στήριξης, την κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος, τη διαπλοκή των δημόσιων λειτουργών, την εκρηκτική ανάκυψη πάσης φύσεως σκανδάλων, τον κοινωνικό βίο έρμαιο των πουλημένων εγωμανών συνδικαλιστών – εργατοπατέρων και φοιτητοπατέρων. Είναι να απορεί κανείς: μπορούμε να γίνουμε πιο ιδιοτελείς, πιο αριβίστες, πιο βρωμεροί, πιο λαμόγια; Yes, we can!

Η Άννα-Μαρία δεν πτοήθηκε, συνέχισε. Ήταν αυτόπτης μάρτυρας του εθνικού ενδοτισμού, της ανυπαρξίας κοινής εσωτερικής γραμμής και σοβαρής εξωτερικής πολιτικής. Οικτίρισε επανειλημμένα τους εντεταλμένους «ηγέτες» μας, που σαν φοβισμένα παιδάκια ή σαν αμέτοχοι θεατές εννοούν να αφήνουν το πεδίο ελεύθερο σε Τούρκους, Σκοπιανούς και λοιπούς επίβουλους, προσκαλώντας τους, στο όνομα του «πολιτισμού» και της «συναίνεσης», να απεργάζονται ανενόχλητοι τις μεθοδεύσεις τους. Έμεινε έκπληκτη με την πρωτοτυπία μας να αφήνουμε αφύλαχτα τα σύνορα, ώστε να τα διασχίζουν ανεξέλεγκτα παράνομοι μετανάστες, κοινοί εγκληματίες, όπλα, ναρκωτικά και εμπορεύσιμη σάρκα. Άραγε, μπορούμε να γίνουμε πιο ανεύθυνοι, πιο ενδοτικοί, πιο μειοδότες; Yes, we can!

Ο Χάρος δεν την λυπήθηκε την Άννα-Μαρία Καλτσουνάκη. Την αγνόησε, την αγνοεί ως σήμερα, την άφησε να βιώσει όλο το μήκος του κατήφορου μέχρι την κατάληξη στον βούρκο. Μέχρι τη διάλυση της παιδείας, την εμπορευματοποίηση της υγείας, την οικονομική απίσχναση των λαϊκών στρωμάτων, τον θρίαμβο του αμοραλισμού, τον αφανισμό κάθε ίχνους αξίας, αξιοκρατίας, αξιοπρέπειας. Και ερωτώ: μπορούμε να γίνουμε πιο αυτοκαταστροφικοί, πιο εχθρικοί απέναντι στο ίδιο μας το μέλλον, πιο επιλήσμονες, πιο παχύδερμοι; Yes, we can!

Μπορούμε να επιφέρουμε τον όλεθρο, το μηδέν, την κόλαση επί Γης; Yes, we can!

Ευχαριστώ. Ο Θεός να σας ευλογεί. Και ο Θεός να ευλογεί την Ελλάδα.»

Αυτά είπε ο νεοεκλεγείς, με φανερή πρεμούρα να ορκιστεί, για να τα κάνει πράξη.

Ρομπέν





Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2008

Το 'πε κι ο γιατρός


Ενδιαφέρον άρθρο στο British Medical Journal αποκαλύπτει το σύστημα με το οποίο οι φαρμακοβιομηχανίες μισθώνουν γιατρούς για τη διαμόρφωση της ιατρικής γνώμης και, κατ’ επέκταση, της κοινής γνώμης υπέρ των φαρμάκων τους. Δεν είναι απαραίτητα μεμπτός ένας γιατρός που αμείβεται από την φαρμακοβιομηχανία με 3000 δολάρια για να κάνει μια διάλεξη (προώθηση) ενός νέου φαρμάκου, αν και εφόσον τηρεί κάποιες προϋποθέσεις: έχει μελετήσει και γνωρίζει καλά το φάρμακο, έχει διερευνήσει με όλα τα μέσα που του παρέχει η επιστήμη του και η θέση του τις πιθανές ενέργειες και παρενέργειες, έχει ελέγξει στην πράξη τα αποτελέσματα και, εν πάσει περιπτώσει, πιστεύει ακράδαντα σε αυτό και στην αναγκαιότητα της ύπαρξής του στην αγορά. Να κοιμόμαστε ήσυχοι ότι σε γενικές γραμμές τηρούνται αυτές οι προϋποθέσεις; Καθείς απαντά για πάρτη του.

Διαβάστε το άρθρο στα αγγλικά.

Ή μια μερική μετάφραση στα ελληνικά.

Και αν το θεωρείτε χρήσιμο, διαδώστε το. Όχι πως τα όσα καταμαρτυρούνται στο άρθρο της BMJ είναι πρωτάκουστα. Αλλά είναι καλό να μπορείς να τεκμηριώνεις μια άποψη με στοιχεία από αρμόδιες πηγές.

Ρομπέν

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2008

Θανάσιμες πρωτιές

«Στον νόμιμο τζόγο οι Έλληνες εκτιμάται ότι ξόδεψαν το 2007 πάνω από 6 δισ. ευρώ ή περίπου το 2,7% του ΑΕΠ για τη συγκεκριμένη χρονιά»... «Η κατά κεφαλήν δαπάνη στην Ελλάδα σε παιχνίδια λοταριών (η λοταρία της Ελλάδας είναι ο ΟΠΑΠ) είναι η υψηλότερη μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, ενώ παγκοσμίως κατατάσσεται στην τρίτη θέση. Μόνο στη Σιγκαπούρη και στην πολιτεία της Μασαχουσέτης οι κάτοικοί τους ξοδεύουν περισσότερα.» (Καθημερινή, 2/11/2008)

Αυτό είναι απαράδεκτο. Ανεπίτρεπτο. Έπρεπε σαφώς να είμαστε στην πρώτη θέση. Το αξίζουμε. Βέβαια, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο κάποιος να μαγείρεψε τα νούμερα. Ευτυχώς, στα επί μέρους ρεφάρουμε:

«Η αγορά του στοιχήματος στην Ελλάδα (αναφέρεται ειδικά στο «Πάμε Στοίχημα» του ΟΠΑΠ) είναι με απόσταση η μεγαλύτερη στον κόσμο.» (Καθημερινή, 9/11/2008)

Τώρα κάπως ησύχασα. Να μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι στον ιλιγγιώδη τζίρο (6 δισ. ευρώ ετησίως) του νόμιμου τζόγου πρέπει να προσθέσουμε τα όσα παίζονται σε παράνομα στοιχήματα (φρουτάκια, χαρτοπαικτικές λέσχες, μπαρμπουτιέρες, ακόμη και σε σκυλομαχίες και κοκορομαχίες), που, σύμφωνα με εκτιμήσεις παλαιότερου δημοσιεύματος του «Αγγελιοφόρου» (12 Δεκεμβρίου 2004), είναι άλλα τόσα. Κοντολογίς, είναι πολλά τα λεφτά, Άρη.

Η πρωτιά στον τζόγο είναι ένα μόνο παράδειγμα της ακόρεστης δίψας του νεοέλληνα για πρωτιές. Υπάρχουν κι άλλα. Λόγου χάριν:

  • Πρώτοι στον κόσμο σε κατά κεφαλήν κατανάλωση τσιγάρων ή, αλλιώς, οι πιο θεριακλήδες καπνιστές του πλανήτη. (Βήμα, 7/5/2006)
  • Περίπου σε 4 ώρες εκτιμάται ο μέσος όρος ημερήσιας τηλεθέασης στην Ελλάδα, κορυφαία επίδοση στην ΕΕ.
  • Πρώτοι σε παιδική παχυσαρκία στην Ευρώπη, δεύτεροι στον κόσμο, μετά τους Αμερικάνους.
  • Πρώτοι στην Ευρώπη σε κατανάλωση ουίσκι.
  • Πρώτοι σε τροχαία ατυχήματα.
  • Δεν θυμάμαι αν έχω διαβάσει στατιστική, αλλά έχω την αίσθηση ότι είμαστε πρώτοι στην Ευρώπη και στον δανεισμό των νοικοκυριών. Σίγουρα, πάντως, ψηλά στη λίστα.

Μία ή δύο πρωτιές δεν προκαλούν ανησυχία, αλλά ένας κατά συρροή πρωταθλητισμός δεν μπορεί παρά να εγείρει κάποια ερωτήματα.

Πρώτον. Είμαστε (από τη φύση μας) αυτοκαταστροφικοί, παγίως ανενημέρωτοι ή απλά ηλίθιοι;

Δεύτερον. Όταν πετάμε τόσο χρήμα από το παράθυρο, πώς ορίζεται η περίφημη «οικονομική στενότητα» που βιώνουμε σε αυτόν τον τόσο αντιφατικό τόπο;

Τρίτον. Τι σημαίνουν όλα αυτά για το μέλλον του λαού μας;

Στο πρώτο δυσκολεύομαι να απαντήσω. Δεν νομίζω ότι ευθύνεται μόνο ένας παράγοντας, μάλλον πρόκειται για συνδυασμό. Αλλά πιστεύω ότι η απάντηση έχει να κάνει και με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο. Ο νεοέλληνας ζει το τώρα, στο τώρα, για το τώρα. Ο νεοέλληνας συμπεριφέρεται σαν ανώριμο και κακομαθημένο παιδί. Δεν ξέρει να περιμένει, είναι πολύ large για να προνοεί, απεχθάνεται να οικονομεί, να επενδύει ή να «χτίζει» σε βάθος χρόνου. Η Ελλάδα είναι η χώρα του ήλιου και των διακοπών και η φιλοσοφία των ιθαγενών αποτυπώνεται εναργέστατα στο βαθυστόχαστο απόφθεγμα «λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ’ αγόρι μου» καθώς και στο «ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας».

Ως προς το δεύτερο ερώτημα, η απάντηση, υποθέτω, είναι ότι φτωχός σήμερα είναι όποιος δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να ικανοποιεί τα βίτσια του. Σε παλαιότερες εποχές απένταρο έλεγαν κάποιον που δεν είχε λεφτά για ψωμί και για γάλα. Σήμερα άφραγκο λένε κάποιον που δεν έχει λεφτά για τσιγάρα. Ακόμα και μ’ αυτόν τον χαλαρό ορισμό, αποδεικνύεται ότι άφραγκοι τελικά είναι πια ελάχιστοι στη χώρα μας, αφού με απλές αριθμητικές πράξεις προκύπτει ότι η μέση τετραμελής ελλαδική οικογένεια ξοδεύει κάθε χρόνο πάνω από 6000 € (έξι χιλιάδες ευρώ) στα τσιγάρα, στα ποτά και στα παιχνίδια (τυχερά). Και μάλιστα υπό συνθήκες οικονομικής «στενότητας». Πού να είχαμε και ευμάρεια!

Το συμπέρασμα είναι ότι το μέλλον του λαού μας διαγράφεται δυσοίωνο. Αν δεν αλλάξουμε ριζικά νοοτροπία και συνήθειες, είναι περίπου βέβαιο ότι σε πολύ λίγες δεκαετίες, ίσως δύο ή τρεις, ο ελληνικός λαός, αν υπάρχει ακόμα, θα είναι αποδεκατισμένος, βαριά άρρωστος και χρεοκοπημένος. Δηλαδή μια ανάσα από τον αφανισμό. Το χειρότερο δεν είναι το γεγονός αυτό καθαυτό, δηλαδή η κατάσταση στη οποία ο λαός μας βρίσκεται ή αυτή στην οποία θα περιέλθει. Το χειρότερο είναι ότι η κατάσταση αυτή είναι αποτέλεσμα ανεπίγνωστης εσωτερικής παθολογίας. Κάτι παθολογικό το παραδέχεσαι απρόθυμα, κάτι εσωτερικό το ξεριζώνεις με πολύ πόνο, ενώ κάτι ανεπίγνωστο δεν το βλέπεις καν, για να το πολεμήσεις. Με λίγα λόγια, είναι δύσκολο να αλλάξουμε.

Πάντως, δεν υπάρχει λόγος να θορυβηθούμε με μερικές στατιστικές αμφισβητήσιμης αποδεικτικής ή έστω ενδεικτικής αξίας. Αν ψάξουμε όλα τα παντελόνια μας, όλο και κάποιο πενηντάευρο θα βρούμε. Εκεί έξω μας περιμένει ένας παράδεισος με πιλάφια, τυχερά παιχνίδια, καπνό, αλκοόλ και κάθε είδους ηδονή. Η ζωή είναι ωραία.

Ρομπέν


Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2008

Ο νεοέλληνας κι ο εαυτός του

Το μέγα πρόβλημα του νεοέλληνα δεν είναι η ανεργία, η ακρίβεια, η παιδεία, η υγεία ή το ασφαλιστικό. Και δεν είναι κανένα από αυτά το μέγα πρόβλημα, διότι όλα αυτά είναι συμπτώματα του μεγάλου προβλήματος, καρποί, επακόλουθα. Το μέγα πρόβλημα του νεοέλληνα είναι η φιλαυτία. Για τον νεοέλληνα απλά δεν υπάρχει ο άλλος. Υπάρχει μόνο ο εαυτός.

Περιστατικό 1.

Σάββατο, μεσημέρι προχωρημένο. Η γειτονιά ήσυχη, η κυκλοφορία αραιή. Ο κόσμος αναπαύεται. Τύπος γύρω στα 30 σταθμεύει το μικροαστικό μασκαρεμένο σε σπορ αμάξι του έξω από προποτζίδικο. Κατεβάζει το τζάμι, κοιτάζει μέσα στο μαγαζί. Κορνάρει μία. Κορνάρει δύο. Κορνάρει τρεις. Καμία απάντηση. Φωνάζει. Βαγγέλη! Μία. Βαγγέληη!! Δύο. Βαγγέληηη!!! Τρεις. Μέσα στο ναό της τύχης ο Βαγγέλης εργάζεται με αδιάσπαστο ζήλο πάνω στο κρίσιμο πρότζεκτ ενός Τζόκερ. Αφού έχει σηκωθεί όλη η γειτονιά στο πόδι με τα κορναρίσματα και τις φωνές, ο Βαγγέλης ψυχανεμίζεται το κάλεσμα και σπεύδει βραδέως προς την έξοδο του ναού, για να χαιρετίσει τον φίλο του. Στέκεται στο κατώφλι. Χαιρετίζει (εξίσου μεγαλοφώνως):

«Πού είσαι, ρε μαλάκα;»

Ο τύπος μέσα στο αυτοκίνητο, μετά από την κοπιώδη προσπάθεια, παραδίδει τελικά το βαρυσήμαντο μήνυμα:

«Βαγγέληη, είσαι μεγάλη κουφάλα, ρε μπαγάσα!».

Πατάει το γκάζι, η «φτιαγμένη» εξάτμιση βρυχάται και το αυτοκίνητο-λατέρνα χάνεται, ενώ ο Βαγγέλης επιστρέφει στον ναό, για να συνεχίσει το πρότζεκτ.

Υποθέτω ότι οι δύο τύποι κάτι επικοινώνησαν με αυτή τη στιχομυθία – σε ένα επίπεδο εξαιρετικά δύσληπτης από τον φυσιολογικό άνθρωπο σημειολογίας. Το γεγονός ότι Σάββατο μεσημέρι κάποιοι ταλαίπωροι προσπαθούν να ξεκλέψουν δυο ώρες ύπνο για να συνέρθουν από μια αδυσώπητη εβδομάδα δεν υπάρχει ούτε ως αμυδρή υποψία στη σκέψη του εκκωφαντικά εποχούμενου κάφρου.

Περιστατικό 2.

Βρισκόμαστε σε παράλιο καφέ-ρεστοράν της ανατολικής Θεσσαλονίκης. Ο ήλιος πάει να δύσει. Τη γαλήνη της στιγμής σπάει η στεντόρεια φωνή ενός εύσωμου κυρίου που κρατάει στην αγκαλιά του την κορούλα του. Όρθιος και αυστηρός, επιπλήττει έναν σερβιτόρο για κακή εξυπηρέτηση. Ο σερβιτόρος δυσανασχετεί. Ο εύσωμος φουντώνει. Ο σερβιτόρος του γυρίζει την πλάτη και δυσανασχετεί κρυφίως. Ο εύσωμος φορτώνει και φτάνει σε κρεσέντο. Μεταξύ άλλων εκστομίζει τα εξής ρητορικά:

«Μη μου γυρνάς την πλάτη εμένα!»

«Έχουμε κι εμείς μαγαζί και ξέρουμε!»

«Οφείλεις να εξυπηρετείς!»

«Αν δεν μπορείς τη δουλειά, τράβα σπίτι σου!»

«Τσογλάνι!»

Πάνω στο «τσογλάνι», ο σερβιτόρος κορώνει, κάνει μεταβολή και εκτοξεύει προς τον εύσωμο γυάλινο τασάκι, χρώματος πράσινου. Το τασάκι περνάει, ευτυχώς, δίπλα από τον εύσωμο και το κοριτσάκι του. Ο σερβιτόρος επισφραγίζει την πράξη: «Δεν είμαι υπηρέτης σου!» και κάνει να του ορμήσει, αλλά ήδη έχει καταφτάσει ο προϊστάμενος, ο οποίος, με την βοήθεια ενός άλλου σερβιτόρου, τον αποσύρει από το ρινγκ και τον σπρώχνει βίαια προς τα αποδυτήρια ψάλλοντάς του τα εξ αμάξης.

Ο εύσωμος δείχνει σοκαρισμένος από την προοπτική τραυματισμού του ιδίου ή της κόρης του από το τασάκι. Στο σημείο αυτό κατεβαίνει στον αγωνιστικό χώρο απρόσκλητος τρίτος παίκτης. Φανερά έξαλλος, τα χώνει ωρυόμενος στον εύσωμο:

«Όχι μπροστά στο παιδί! Κάνε ό,τι θες, αλλά πρώτα πήγαινε έξω (εννοεί στη βεράντα) και άσε το παιδί στη μάνα του.» (Και με βιμπράτο οργής και οδύνης:) «ΟΧΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΠΑΙΔΙ! ΘΑ ΚΑΛΕΣΩ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ!»

Ο τρίτος παίκτης έχει γίνει κόκκινος σαν ντομάτα και καλεί στο κινητό του ένα νούμερο (φαντάζομαι το 100). Ο εύσωμος συνέρχεται από τη σαστισμάρα και αντεπιτίθεται.

«Τι λες κι εσύ, ρε καραγκιόζη, εδώ μου πετάνε τασάκια κι εσύ μου λες ν’ αποχωρήσω; Άσε, θα πάρω εγώ την αστυνομία!» Και με το ελεύθερο χέρι (το άλλο υποβαστάζει την κόρη) βγάζει από την τσέπη το κινητό του.

Η συνέχεια αδιάφορη, πέραν ίσως του γεγονότος ότι ο οξύθυμος σερβιτόρος κατά πάσα πιθανότητα απολύθηκε.

Τώρα σχολιάζουμε:

Ο σκοπός του εύσωμου δεν ήταν η θεμιτή κι εποικοδομητική διαμαρτυρία, αλλά η δημόσια δήλωση της μαγκιάς του και της ιδιότητάς του ως γνώστη της πιάτσας. Είναι φανερό ότι σε κάθε μαγαζί που επισκέπτεται μαλώνει με κάποιον σερβιτόρο και του επισημαίνει πόσο αδαής είναι – σε αντίθεση με κείνον.

Κόντρα σε κάθε έννοια λογικής, ξεκινάει να πουλήσει τσαμπουκά με το κοριτσάκι του στην αγκαλιά του.

Είναι αλαζόνας, προσβλητικός, εριστικός, εντελώς αδιάφορος για το πώς νιώθει ο άνθρωπος απέναντί του. Ο κλασικός νεόπλουτος, πορωμένος, ξιπασμένος, σκατόμυαλος, κλασόμαγκας κωλοέλληνας που πασχίζει να προβάλλει και να επιβάλλει την παρουσία του, τα λεφτά του, την εξουσία του, την ειδημοσύνη του, τα αποκτήματά του και το πουλί του.

Ούτε ο σερβιτόρος δικαιολογείται για τη συμπεριφορά του. Χώρια που δεν το χειρίστηκε καθόλου έξυπνα.

Πρώτον. Ο εύσωμος φαίνεται από χιλιόμετρα ότι είναι πανύβλακας. Πες ένα συγνώμη και τελείωνε μαζί του.

Δεύτερον. Αν ο άλλος συνεχίζει, φώναξε τον προϊστάμενο. Δεν είναι η δουλειά σου να διαφιλονικείς.

Τρίτον. Αν χάνεις τόσο εύκολα την ψυχραιμία σου, δεν είσαι ο πιο κατάλληλος για μια δουλειά τόσο εκτεθειμένη στον κόσμο και στα χούγια του.

Τέταρτον. Δεν πετάς τασάκια στον άλλο, απλά και μόνο επειδή είναι πανύβλακας, όσο και αν τα έχεις πάρει. Ειδικά όταν κρατάει στην αγκαλιά του μικρό παιδί.

Για να αποκτήσει περισσότερο ενδιαφέρον το ματς, γίνεται και η επέμβαση, στο 90΄, από τον τρίτο παίκτη. Είναι το σημείο όπου αναρωτιέσαι: Μα πού βρίσκομαι επιτέλους, στην Τρούμπα; Από πού ξεχειλίζει τόση μαγκιά; Μήπως πρέπει να σηκωθώ, να πω κι εγώ καμιά κουβέντα; Γιατί κόπτεται ο τρίτος παίκτης; Το κοριτσάκι – δεδομένου ότι γλίτωσε από το τασάκι – από τι κινδυνεύει πια τόσο πολύ; Από τις λεκτικές κορώνες του πατέρα του; Δηλαδή στο σπίτι λιγότερα ακούει; Στην τηλεόραση λιγότερα βλέπει; Έστειλε ποτέ κανείς την αστυνομία σε κανένα τηλεοπτικό κανάλι;

Ο τρίτος παίκτης, ενώ εκ πρώτης όψεως μπορεί να ξεγελάει ότι είναι από ευαίσθητος έως ηρωικός θεματοφύλακας των παιδικών και λοιπών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στην πραγματικότητα μάλλον είναι άλλος ένας εξυπνάκιας στην παρέα. Άλλος ένας που διψάει για αυτοεπιβεβαίωση.

Εγωκεντρικές συμπεριφορές σαν αυτές που σημειώθηκαν στα δύο περιστατικά δεν αποτελούν εξαίρεση. Είναι κοινός τόπος σε καταστήματα, σε υπηρεσίες, στους δρόμους, στις οικογένειες, παντού. Ο νεοέλληνας νοσεί βαρύτατα από ναρκισσισμό, αυτολατρεία, εγωτισμό. Είναι ακραία εσωστρεφής, εγκλωβισμένος στην ατομοκρατία, απελπιστικά ξένος και αδιάφορος προς κάθε προοπτική συλλογικότητας, παραχώρησης, συν-χώρεσης. Η αποκλειστική του μέριμνα, ο κοινός παρονομαστής πίσω από κάθε σκέψη, το κίνητρο πίσω από κάθε πράξη, τελικά ο αγώνας της ζωής του, είναι η ικανοποίηση του εγώ, του εαυτού.

Το τρίπτυχο της εξαθλίωσης που συναντήσαμε στο άρθρο της περασμένης Κυριακής (αρπακτικότητα-ηδονισμός-ηλιθιότητα) αποτελεί άριστο υπόβαθρο – πεδίο δόξης λαμπρό – για τον ξέφρενο αγώνα της αυτοϊκανοποίησης.

Ρομπέν


Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2008

Μακέιν ή Ομπάμα;

Ομολογώ ότι δεν έχω γνωρίσει κανέναν από τους δύο. Επιπλέον, δεν έχουμε δει κάποιον από τους δύο να κυβερνάει. Αλλά, αν έπρεπε οπωσδήποτε να απαντήσω, θα απαντούσα ότι πρόκειται για ψευδοδίλημμα. Όπως, ας πούμε, το δικό μας ανάλογο: Καραμανλής ή Παπανδρέου; Ο όποιος Καραμανλής και ο όποιος Παπανδρέου. Χωρίς να ξεχνάμε και τη δυναστεία Μητσοτάκη κάπου στο φόντο.

Ας θυμηθούμε: το 1981 ο Ανδρέας Παπανδρέου προβλήθηκε, πιστεύτηκε και εκλέχτηκε ως ο ευαγγελιστής της περίφημης αλλαγής, ο μεσσίας που θα μας έσωζε από την επάρατη Δεξιά. Χα, πόσο αθώοι ήμασταν! Ο μεσσίας Ανδρέας κράτησε την υπόσχεσή του: πήρε την ελλαδική κοινωνία και της άλλαξε το DNA. Την μετέτρεψε σε ένα υβρίδιο με γονίδια από γύπα, γουρούνι και βόδι (αρπακτικότητα, ηδονισμός και ηλιθιότητα). Οι διάδοχοί του βάδισαν κι εκείνοι με συνέπεια τον δρόμο της αλλαγής. Μέχρι που ξημέρωσε το 2004. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο νεότερος προβλήθηκε, πιστεύτηκε και εκλέχτηκε ως ο σωτήρας από την εικοσάχρονη σοσιαλεπώνυμη λαίλαπα. Χα, τόση εμμονή στην αθωότητα! Καμιά βαθιά κοινωνική τομή τέσσερα χρόνια τώρα, καμιά υπόσχεση ελπίδας για ριζική αντιμετώπιση καίριων προβλημάτων της κοινωνίας, ελπίδας για λίγο φως στην άκρη του τούνελ. Το πράγμα είναι τόσο απλό, που τρομάζεις να το πιστέψεις: μας δουλεύουν κανονικά.

Μας δουλεύουν παντού. Και στην Ελλάδα και στην Αμερική και όπου. Και υπάρχει σοβαρός λόγος γι’ αυτό, δεν το κάνουν από βίτσιο. Ποιος εχέφρων θα τα βάλει με τις πολυεθνικές, με τα μεγάλα συμφέροντα; Ας πούμε ότι μεθαύριο Τρίτη βγαίνει πρόεδρος ο Ομπάμα, ως σωτήρας των ΗΠΑ από τη δυσοσμία του νεοσυντηρητικού, νεοχριστιανικού, νεοφασιστικού καθεστώτος του Τζορτζ Ντάμπλγιου Μπους. Τρίτη βράδυ χαλαρώνει με τις σαμπάνιες της νίκης. Τετάρτη πρωί μαζεύει τους επιτελείς στο Οβάλ Γραφείο και τους ανακοινώνει: «Μάγκες, αρκετά με τους πολέμους. Το ’χουμε παραχέσει. Για μια φορά, ας φροντίσουμε την ειρήνη στον πλανήτη!» Πρώτον, βάζω στοίχημα ότι οι επιτελείς θα σκάσουν από τα γέλια. Ο πρόεδρος έχει χιούμορ. Δεύτερον, ο Ομπάμα μόλις υπέγραψε τη θανατική καταδίκη, ή έστω τη δραστική συρρίκνωση, της μεγαλύτερης πολεμικής βιομηχανίας στον κόσμο.


Πέμπτη πρωί μαζεύει ξανά τα τζιμάνια και σκάει τη δεύτερη βόμβα: «Dudes, πρέπει να βάλουμε ένα φρένο στις φαρμακοβιομηχανίες. Τον έχουμε φαρμακώσει τον κοσμάκη!» Αυτή τη φορά κανείς δε γελάει.

Παρασκευή πρωί δίνει τη χαριστική βολή: «Ρε σεις, τι θα γίνει με τα τρόφιμα; Μεταλλαγμένα, αντιβιοτικά, ορμόνες, πρόσθετα, έχουμε χάσει την μπάλα! Παιδιά, ανασκουμπωθείτε! Θέλω σε έξι μήνες από τώρα όλα τα τρόφιμα στα ράφια των σούπερ μάρκετ να είναι φυσικά και υγιεινά.» Τώρα οι επιτελείς έχουν σκύψει το κεφάλι και κάποιοι σιγοψιθυρίζουν το «αι γενεαί πάσαι», καθώς είναι πλέον φανερό ότι οι μέρες τους στην κυβέρνηση είναι μετρημένες. Ο πρόεδρός τους μέσα σε τρεις μέρες επιτέθηκε κατά μέτωπο στις βιομηχανίες όπλων, φαρμάκων και τροφίμων. Στις υπόλοιπες, όπως π.χ. στη βιομηχανία καπνού, δεν πρόλαβε, έπεσε πάνω στο γουικέντ. Θα συνεχίσει, όμως, από Δευτέρα. Αυτό σημαίνει ότι αποφάσισε να τορπιλίσει ετήσιους κύκλους εργασιών που ένας Θεός ξέρει σε πόσα τρισεκατομμύρια δολάρια συμποσούνται. Υπερβάλλω; Ρίξε μια ματιά στους τζίρους των 50 μεγαλύτερων φαρμακευτικών για αρχή. Καλό, ε;

Έτσι όπως καλοκοιτάζω αυτό το σενάριο, μου φαίνεται ότι ο Ομπάμα θα έπρεπε να είναι θεόμουρλος για να το υλοποιήσει. Όμως, αν δεν είναι στα σχέδιά του να χτυπήσει τον πόλεμο, την αρρώστια, την εξαπάτηση, την κερδοσκοπία, την εκμετάλλευση, τότε μου είναι εντελώς άχρηστος. Κι αυτός και ο Γιωργάκης και ο Κωστάκης και κάθε φραμπαλάς της εξουσίας. Να εκλεγούν για ποιο λόγο; Για να πουλάνε μεταχειρισμένες ιδεολογίες; Ή για να εκπονήσουν καμιά-δυο μικρορυθμίσεις; Οι ιδεολογίες έχουν πεθάνει και οι μικρορυθμίσεις δεν λύνουν κανένα πρόβλημα.

Κι αν είναι μουρλός; Αν σηκώσει κεφάλι στα μεγάλα συμφέροντα; Το πόσο ουτοπικό είναι αυτό το ερώτημα μόλις αρχίζει και διαφαίνεται με μια ματιά στις δραστηριότητες του νυν προέδρου George W. Bush και των πρωτοκλασάτων στελεχών του: Donald Rumsfeld, Dick Cheney, Paul Wolfowitz, Condoleezza Rice. Αυτοί οι άγγελοι ανθρωπιάς, προσφοράς και ανιδιοτέλειας είναι χωμένοι παντού. Τα παίρνουν από παντού. Παρεμπιπτόντως κυβερνάνε και τον πλανήτη, έτσι, για χόμπι. Είναι ή υπήρξαν πρόεδροι ή μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή μέτοχοι σε πετρελαϊκές εταιρίες, φαρμακοβιομηχανίες, τράπεζες, βιομηχανίες όπλων, ό,τι μπορείς να σκεφτείς. Είναι ποτέ δυνατόν να στραφούν κατά των εταιριών τους; Αστεία πράγματα.

Αλλά έστω ότι ετούτος, ο Ομπάμα, διαφέρει. Έστω ότι έχει κάψει πολλές πλακέτες και δεν διστάζει ντιπ να κηρύξει τον πόλεμο στα άνομα συμφέροντα. Ε, τότε, το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα ζήσει αρκετά, για να δει τα πράγματα να αλλάζουν. Θα πάει άπατα, σαν τον Κένεντι. Έχεις δει την ταινία «13 ημέρες»; Περιγράφει την κρίση που ξέσπασε τον Οκτώβριο του 1962, όταν οι Αμερικάνοι ανακάλυψαν πως οι Σοβιετικοί έχτιζαν στη Κούβα βάσεις βαλλιστικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς. Αυτό σήμαινε πυρηνική απειλή σε απόσταση αναπνοής από τις ΗΠΑ. Οι στρατηγοί και κάποιοι υπουργοί πίεσαν τον Κένεντι να βομβαρδίσει τις βάσεις. Αν το είχε κάνει, μπορεί να ξεκινούσε ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Κένεντι με έναν ευφυή ελιγμό απέφυγε τον πόλεμο και η ανθρωπότητα κέρδισε λίγο χρόνο ακόμα. Φαίνεται πως ήταν ένας πρόεδρος που σήκωσε κεφάλι. Ένα χρόνο αργότερα, στις 22 Νοεμβρίου 1963, ο Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι έπεφτε νεκρός από τις σφαίρες του Λι Χάρβεϊ Όσβαλντ (τουλάχιστον αυτή είναι η επίσημη εκδοχή). Μπορεί τα δύο γεγονότα – η «ανυποταγή» του Κένεντι και η δολοφονία του – να μην συνδέονται μεταξύ τους. Όμως το ερώτημα παραμένει: γιατί δολοφονήθηκε; Η εκδοχή ότι ένας τρελάκιας συνέλαβε, οργάνωσε και έφερε σε πέρας, εντελώς μόνος, το σχέδιο δολοφονίας του πιο ισχυρού ανθρώπου στον κόσμο, έτσι, επειδή του το ψιθύρισαν οι φωνές στο κεφάλι του, φαντάζει κομμάτι αφελής.

Τελικά, αν καμία κυβέρνηση δεν πρόκειται να μας σώσει, γιατί αφενός δεν θέλει και αφετέρου – ακόμα κι αν θέλει – δεν μπορεί, ποιος θα μας σώσει; Υπάρχει λύση; Ίσως. Είμαστε 6 δισεκατομμύρια άνθρωποι και είναι μερικές εκατοντάδες – άντε μερικές χιλιάδες – εξουσιαστές. Ουσιαστικά εμείς έχουμε τη δύναμη. Αλλά εκείνοι έχουν τον έλεγχο. Σαν τον θηριοδαμαστή που κρατάει σούζα τον ελέφαντα με μισό μέτρο μαστίγιο. Τα συστατικά του ελέγχου είναι η πλύση εγκεφάλου (βλέπε ΜΜΕ) και η κατανάλωση. Άρα η λύση είναι προφανής. Περιορισμός της κατανάλωσης στα απολύτως χρειώδη και επιστροφή στην αυτάρκεια. Αποχή από τα ΜΜΕ και επιστροφή στις αδιάρρηκτες ανθρώπινες σχέσεις. Φαίνεται δύσκολο, αλλά δεν είναι τόσο. Απλά σκέψου δύο πράγματα: 1. πόσος χρόνος σου μένει να ζήσεις και 2. πώς θα ήθελες να πεθάνεις.

Τελικά Μακέιν ή Ομπάμα; Φράνκλι, μάι φρεντ, χου γκιβς ε νταμν!

Ρομπέν