Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2008

Ένας για όλους και όλοι για έναν!


Αυτό είναι το τελευταίο κυριακάτικο κείμενο του 2008.

Εμπορικότατο έτος το 2008. Ο κ. Ομπάμα πούλησε ελπίδες. Ο καπιταλισμός πούλησε όσους τον εμπιστεύτηκαν. Τα ελληνικά ΜΜΕ πούλησαν μαθητική εξέγερση. Ο Πολ Νιούμαν πούλησε ακριβά το τομάρι του. Και ο χοντρομπαλάς Αη-Βασίλης πούλησε και φέτος παραμύθια σε αυτοματικούς καταναλωτές. Μάζελ τοφ!

Το 2009 προβλέπεται λαμπρό. Η παγκόσμια οικονομία καταρρέει, το κλίμα παραπαίει, οι φυσικοί πόροι εξαντλούνται και ο άνθρωπος όχι μόνο αποδεικνύεται ανίκανος να αντιδράσει, αλλά φαίνεται ότι δεν μπορεί καν να αντιληφθεί πόσο προβληματική θα είναι η ύπαρξή του στα χρόνια που έρχονται.

Ο άνθρωπος: ένας φτωχός και μόνος καουμπόι που τριγυρνάει στην άγρια δύση της Ιστορίας πυροβολώντας τους Ντάλτον της κακοδαιμονίας του. Αποκλειστικός ενσαρκωτής της αθλιότητας πάνω στη Γη.

Αντί για χρόνια πολλά, στέλνω από το ανυπότακτο Σέργουντ προσκλητήριο σε βουβή επανάσταση. Επανάσταση ουσιαστική είναι τώρα πια μόνο η επιστροφή. (Τονίζω: επιστροφή, όχι καταστροφή). Ήσυχα κι ωραία. Αθόρυβα. Επιστροφή στα πρόσωπα. Επιστροφή στα απαραίτητα. Στην απλότητα. Στη φυσικότητα. Σε πράγματα απτά, με σχήμα, χρώμα και βάρος. Στα ζωντανά. Στα εφικτά. Στα σπουδαία. Στα αιώνια.

Επανάσταση είναι να γίνει πράξη το ξεχασμένο: Ένας για όλους και όλοι για έναν!

Αμήν.
Ρομπέν



Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2008

Έκτακτη ανακοίνωση του πρωθυπουργού

Ελληνίδες, Έλληνες

Η χώρα βρίσκεται σε γενική αποσύνθεση. Η κυβέρνηση στάθηκε ανίκανη να βάλει φρένο σε αυτήν την πορεία προς την καταστροφή.

Φταίμε όλοι. Πρώτος εγώ. Δεν τόλμησα. Έκανα ό,τι και όλοι οι προηγούμενοι. Συμβιβασμούς.

Το ξέρετε, το ξέρουμε όλοι, αλλά ποτέ δεν ομολογήθηκε από επίσημα χείλη. Ε, λοιπόν, ήρθε η ώρα να ομολογηθούν τα ανομολόγητα: αυτή η κυβέρνηση, και κάθε κυβέρνηση, είναι δέσμια των συμφερόντων που την ανέδειξαν. Είναι υποτελής σε ξένα κέντρα επιρροής. Είναι υπόλογη στους δανειστές της. Είναι μουδιασμένη από τον τρόμο του πολιτικού κόστους. Είναι δεμένη στο άρμα της επανεκλογής.

Σας διαβεβαιώνω, είναι εύκολο να χάσει κανείς το δρόμο του μέσα σε όλα αυτά. Είναι εύκολο να ξεχάσει. Είναι εύκολο να δειλιάσει. Είναι εύκολο να βολευτεί. Είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Ακόμα και αν έχει ξεκινήσει με τις καλύτερες προθέσεις.

Μα ο λαός δεν μας εκλέγει για να πράξουμε τα εύκολα. Μας εκλέγει, για να αναμετρηθούμε με τα δύσκολα. Σήμερα, εδώ, τώρα, μπροστά σε όλους εσάς, οφείλω να το παραδεχτώ. Χάσαμε τον δρόμο μας. Ξεχάσαμε. Δειλιάσαμε. Βολευτήκαμε. Αυτή είναι η σκληρή αλήθεια.

Αλλά σ’ αυτήν τη κρίσιμη στιγμή, στο χείλος του γκρεμού, η παγωμένη ανάσα του κινδύνου με αφύπνισε. Είδα καθαρά την πραγματικότητα. Αντιλήφθηκα το μέγεθος της απειλής που αντιμετωπίζει η χώρα.

Ελληνίδες, Έλληνες,

Με πιστέψατε το 2004. Με πιστέψατε το 2007. Σήμερα σας ζητώ να με πιστέψετε άλλη μια φορά. Σας καταθέτω την αλήθεια μου. Έσφαλα και η ιστορία θα με κρίνει. Αλλά έχω σιχαθεί να σκύβω το κεφάλι. Έχω σιχαθεί να λογαριάζω τις πιέσεις των συμφερόντων και το πολιτικό κόστος. Και πάνω απ’ όλα έχω σιχαθεί να προδίδω την εμπιστοσύνη σας.

Αύριο ξεκινάει μια καινούρια μέρα. Αύριο θα απαλλάξω από τα καθήκοντά του κάθε συνεργάτη μου που δεν τίμησε το συμβόλαιό του με τον εργοδότη του: τον ελληνικό λαό. Αύριο θα ανοίξω την πόρτα στην αξιοκρατία. Αύριο θα δώσω εντολή να ξεκινήσουν όλες οι αναγκαίες ρυθμίσεις και μεταρρυθμίσεις στην παιδεία, στην υγεία, στο ασφαλιστικό, στο δημοσιονομικό. Αύριο θα προσαχθεί στη δικαιοσύνη κάθε ένοχος κάθε σκανδάλου που ντρόπιασε τη χώρα, όσο ψηλά κι αν βρίσκεται αυτός, ό,τι τίτλο κι αν φέρει. Αύριο θα τερματιστεί μια για πάντα η τρομοκρατία των κουκουλοφόρων, ακόμα και αν χρειαστεί να κατεβάσω στους δρόμους τον στρατό και τα τανκς. Από αύριο θα συλλαμβάνεται κάθε παραβάτης του ποινικού κώδικα, σύμφωνα με το σύνταγμα και τους νόμους αυτής της χώρας, χωρίς περιττή βία, χωρίς έκτροπα, χωρίς ατομικές και εκ του προχείρου ερμηνείες. Παραβάτης μπορεί ενίοτε να είναι και ο εκπρόσωπος του νόμου και ως τέτοιος θα αντιμετωπίζεται. Σας δίνω το λόγο της τιμής μου.

Αύριο ξεκινάει μια καινούρια μέρα. Θα παλέψω με νύχια και με δόντια. Για τη χώρα. Για το παρόν. Για το μέλλον. Για μας. Για τα παιδιά μας. Να είστε σίγουροι ότι θα με πολεμήσουν με λύσσα. Ήδη ακονίζουν τα μαχαίρια τους. Μετά από αυτήν την ομιλία, ξέρω ότι θα μείνω χωρίς συμμάχους. Ξέρω ότι θα μείνω μόνος. Ξέρω ότι θα κάνουν τα πάντα για να ρίξουν την κυβέρνηση. Το πιο πιθανό είναι ότι θα τα καταφέρουν. Αλλά για όσο ακόμα θα είμαι ο πρωθυπουργός αυτής της χώρας, είτε χρόνια είτε μήνες είτε εβδομάδες, δεν πρόκειται ποτέ ξανά, για κανέναν λόγο, να προδώσω την εμπιστοσύνη σας. Ποτέ. Αυτή η υπόσχεση είναι ιερή.

Σταθείτε πλάι μου σ’ αυτόν τον τελευταίο, τον άνισο αγώνα. Δεν επιζητώ επανεκλογή. Δεν επιζητώ υστεροφημία. Το μόνο που επιζητώ πια για τον εαυτό μου είναι μια ήσυχη συνείδηση. Χρειάζομαι τη στήριξή σας. Βοηθήστε με.

Σας ευχαριστώ.


Μια φορά να άκουγα κάτι τέτοιο. Μόνο μια φορά. Κι ας ξύπναγα μετά.

Ρομπέν



Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2008

Πολιτική κατάρρευση


Τα είπε όλα ο δάσκαλος στη σημερινή του συνέντευξη στον ΣΚΑΪ. Ακούστε τον. Σας παρακαλώ, ακούστε τον.

Ρισπέκτ.

Ρομπέν

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2008

Γελάτε, γιατί χανόμαστε


Άγνωστοι μπούκαραν στο στούντιο και διέκοψαν το δελτίο ειδήσεων της κρατικής τηλεόρασης, για να μεταδώσουν το δικό τους μήνυμα.

Διαβάστε το σχετικό άρθρο στη Ναυτεμπορική και δώστε προσοχή στις (σύντομες) δηλώσεις που έκαναν πάνω στο γεγονός, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, η αντιπολίτευση και το ΚΚΕ. Είναι τέτοια η απόκλιση των τριών σχολίων πάνω στο ίδιο γεγονός, που η αντιπαράθεσή τους θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο παράδειγμα της σύγχρονης Βαβέλ.

Σε ένα μόνο παρουσιάζουν παγίως αξιοθαύμαστη σύγκλιση οι πολιτικές δυναμεις. Στο σημείο όπου, με κάθε τρόπο, με κάθε δυνατότητα που τους δίνεται, οδηγούν τη χώρα: στον γκρεμό.

Γελάτε. Γελάτε, γιατί χανόμαστε.

Ρομπέν

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2008

Φόνος, συναίσθημα και σκοπιμότητες

Όσον αφορά τον φόνο του νεαρού Αλέξη Γρηγορόπουλου, βλέπω τρία διαφορετικά (αν και αλληλοσχετιζόμενα) σκέλη της συζήτησης:

1. το καθαυτό γεγονός του φόνου

2. οι συνθήκες, τα αίτια, οι ευθύνες

3. τα παρεπόμενα επεισόδια

Όταν η συζήτηση γίνεται ταυτοχρόνως και αδιακρίτως και στα τρία σκέλη, τότε αυτό που συμβαίνει είναι να μπλέκονται τα σκέλη, δηλαδή να μπερδεύουμε τα μπούτια μας. Δηλαδή σύγχυση. Γιατί, όταν έχει χαθεί μια ανθρώπινη ζωή, «τι να μιλάμε τώρα για σπασμένα τζάμια;». Εύκολοι αφορισμοί.

Ας τα ξεκαθαρίσουμε.

Πρώτο σκέλος. Χάθηκε η ζωή ενός παιδιού 15 ετών. Όπως και αν το πιάσεις, ό,τι και αν μεθοδεύσεις, ό,τι χρώμα γυαλιά και αν φορέσεις, το γεγονός είναι τραγικό. Και η απώλεια για την οικογένεια και τους οικείους του παιδιού δυσβάσταχτη, αφάνταστα οδυνηρή. Τέλος.

Δεύτερο σκέλος. Δεν ήμουν εκεί. Δεν ξέρω τι έγινε. Δεν στηρίζομαι σε δηλώσεις και διαδόσεις και μου φαίνεται ύποπτος καθένας που σπεύδει να στηριχτεί, για να εξαγάγει πολιτικά και άλλα συμπεράσματα ή να καταλογίσει, δίκην εισαγγελέα, ηθικές και ποινικές ευθύνες. Και εννοώ και τις δύο πλευρές, δηλαδή και τους κατήγορους και την υπεράσπιση του αυτουργού. Υπάρχει αρμόδιος ιατροδικαστής, αρμόδιος πραγματογνώμονας της βαλιστικής έρευνας, αρμόδιος εισαγγελέας και αρμόδιος δικαστής. Αυτοί θα αποφανθούν. Όλα τα άλλα είναι άκριτες βιασύνες, στην καλύτερη περίπτωση, ή δόλια μεθόδευση, στην χειρότερη.

Τρίτο σκέλος. Εδώ θέλω να σταθώ. Όχι γιατί εκτιμώ ότι «τα σπασμένα τζάμια» μετράνε πιο πολύ από τον θάνατο του παιδιού. Αλλά γιατί εδώ μου φαίνεται ότι υπάρχει το περισσότερο «ψωμί» για σχολιασμό.

Θα ξεκινήσω από τα παιδιά που διαδηλώνουν. Δεν ξέρω αν τα σπάνε κιόλας. Αν τα σπάνε, είναι φάουλ και κόκκινη κάρτα, και ας μιλάει όσο θέλει ο κ. Αλαβάνος για «κοινωνική εξέγερση της νεολαίας». Ας υποθέσουμε εδώ ότι οι μαθητές και οι φοιτητές δεν συμμετείχαν καθόλου στις βιαιοπραγίες, οι οποίες διαπράχθηκαν αποκλειστικά από εγκάθετα στοιχεία, κουκουλοφόρους και προβοκάτορες. Σε αυτήν την περίπτωση σέβομαι το συναίσθημα των παιδιών που διαδηλώνουν. Αλλά δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω ότι πρόκειται για συναίσθημα και τίποτε άλλο. Θεωρώ εντελώς απίθανο να έχουν οι δεκαπεντάχρονοι πολιτική συνείδηση, αγωνιστικό σκοπό και αγωνιστικό σχέδιο. Τα περί κοινωνικής εξέγερσης της νεολαίας ηχούν αστεία. Στο πλαίσιο μιας συναισθηματικής εκφόρτισης (από τη συνισταμένη φόρτιση που οφείλεται σε όλα τους τα προβλήματα, όχι μόνο στον φόνο του Αλέξη), μπορούν να κάνουν πορείες μέχρι να βγάλουν τα πόδια τους κάλους, να φωνάξουν μέχρι να κλείσει η φωνή τους και να πετάξουν στα ΜΑΤ όλες τις πέτρες των δρόμων. Αλλά το αύριο θα παραμείνει στη θέση του ανέπαφο. Αύριο ο Αλέξης θα έχει ξεχαστεί και τα προβλήματα που μαστίζουν την κοινωνία θα εξακολουθούν να είναι άλυτα.

Περνώντας έξω από ένα σχολείο είδα δύο μαθητές σκαρφαλωμένους στα κάγκελα να απλώνουν ένα πανό, που έγραφε:

«Αλέξη, έφυγες άδικα. Θα σε θυμόμαστε για πάντα.»

Είναι τρυφερό το μήνυμα. Σχεδόν αισθάνομαι πόσο γρήγορα χτυπάνε οι καρδιές αυτών των παιδιών, πώς ανατριχιάζουν, πώς δακρύζουν, πώς συνεπαίρνονται από την ιερότητα (μέσα από τα δικά τους μάτια) μιας κινητοποίησης και πώς ξεχύνονται ασυγκράτητα να προασπίσουν το δίκαιο.

Αλλά είναι πράγματι έτσι; Σίγουρα έφυγε άδικα ο Αλέξης. Όμως πόσοι θα τον θυμούνται για πάντα; Πόσων τη σκέψη θα απασχολεί ο Αλέξης σε έναν χρόνο από τώρα, όταν θα έχει πάψει να απασχολεί τα δελτία των ειδήσεων; Και ένα βήμα παραπέρα: πόσοι από τους μικρούς «εξεγερμένους» θα ήταν πρόθυμοι να πληρώσουν ένα κόστος για αυτήν την «εξέγερση». Γιατί, αν γενικά δεν υπήρχε κόστος, ο κόσμος θα ήταν γεμάτος από Τσε Γκεβάρα. Αλλά εγώ μόνο έναν ξέρω. Αν τους κόβανε το χαρτζιλίκι για έναν μήνα, θα κατέβαιναν στις πορείες; Αν τους παίρνανε το κινητό για έναν χρόνο, θα κατέβαιναν; Αν τους δινόταν η ευκαιρία να δουλεύουν για τέσσερις μόνο ώρες μία μόνο φορά την εβδομάδα επί ένα χρόνο, για να ενισχύσουν οικονομικά την οικογένεια του αδικοχαμένου Αλέξη (το οποίο μου φαίνεται πολύ πιο χρήσιμο για την οικογένεια από το κάψιμο των πανεπιστημίων), θα το έκαναν; Και πόσοι; Είναι λίγο διαφορετικά τα πράγματα, όταν εισάγεις την έννοια του κόστους. Αλλά από τα γεγονότα της εβδομάδας που πέρασε, κόστος προέκυψε μόνο για τους άλλους. Για τους διαδηλωτές κανένα. Και μόνο αυτό το γεγονός ακυρώνει ιδεολογικά ή τουλάχιστον υποβαθμίζει την «εξέγερσή» τους.

Ας αφήσουμε για λίγο τα παιδιά και ας πάμε σε μια άλλη περίπτωση, ενός ανθρώπου που δεν έχει την πολυτέλεια ελαφρυντικών, όπως το νεαρό της ηλικίας και η άγνοια, για όσα λέει. Γι’ αυτό και το μήνυμα που εξέπεμψε ήταν απαράδεκτο. Πρόκειται για τον κ. Λαζόπουλο. Ακούστε τα σχόλιά του στον Alpha. Ξεκινάει (σε αυτό το απόσπασμα) λέγοντας «αυτό που πετάς είναι λίγο». Εννοεί τις πέτρες, τα μπουκάλια, τις μολότοφ; Δεν έχουμε όλη τη συνέντευξη, για να αποφανθούμε. Καταλήγει προτρέποντας «να μην ηρεμήσουν» (τα παιδιά). Στην προσπάθεια που κάνει ο δημοσιογράφος να διευκρινίσει αν ο κ. Λαζόπουλος εννοεί «να μην ηρεμήσουν, ακόμα και αν αυτό θα φέρει περισσότερη βία», ο καλλιτέχνης αποφεύγει να δώσει σαφή απάντηση, αλλά νομίζω ότι είναι προφανές αυτό που εννοεί. Όπως ο ίδιος έχει πει πολλές φορές (και έχει απόλυτο δίκιο), δες το βλέμμα του άλλου, το ύφος του, το πνεύμα που αντικατοπτρίζεται στην όψη του και στη φωνή του και δεν χρειάζεται να σου πει λόγια, τον έχεις ακτινογραφήσει. (Το πιο πιθανό είναι να μην το έχει πει με αυτές τις λέξεις, αλλά αυτό είναι, νομίζω, το νόημα.). Αν, παρ’ όλα αυτά, τον έχω κρίνει εσφαλμένα, τότε προφανώς δεν τον αφορούν τα όσα ακολουθούν. Δηλαδή τα εξής ερωτηματικά:

1. Αν οι διαδηλωτές έκαιγαν το θέατρο στο οποίο παίζει ο δημοφιλής ηθοποιός, θα εξακολουθούσε να τους παραγγέλνει να μην ηρεμήσουν; Συνήθως οι άνθρωποι του θεάτρου (φαντάζομαι και ο κ. Λαζόπουλος), όταν κλείνει ένα θέατρο, εξεγείρονται, γιατί πλήττεται ο πολιτισμός και γιατί τόσοι άνθρωποι μένουν χωρίς δουλειά. Δεν πλήττεται ο πολιτισμός, όταν καταστρέφονται και λαφυραγωγούνται πανεπιστημιακές σχολές; Δεν μένουν χωρίς δουλειά άνθρωποι, όταν καίγονται επιχειρήσεις;

2. Αν ο κ. Λαζόπουλος είναι τόσο large τύπος και πιστεύει ότι η καταστροφή δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας είναι η λύση του προβλήματος, γιατί δε δίνει το καλό παράδειγμα; Ας αράξει το αυτοκίνητό του μπροστά στο Πολυτεχνείο και ας το κάνει ευγενική χορηγία στους συντρόφους κουκουλοφόρους, για να αποδώσουν κοινωνική δικαιοσύνη πυρπολώντας το με μολότοφ. Ή ας διοργανώσει ένα «εκρηκτικό» πάρτι στο σπίτι του, όπου οι εξεγερμένες δημοκρατικές δυνάμεις θα έχουν την ευκαιρία να «μην ηρεμήσουν» καθόλου, γκρεμίζοντας, καίγοντας και πλιατσικολογώντας την οικία του.

3. Ο κ. Λαζόπουλος χρησιμοποιεί επανειλημμένα φράσεις όπως «εν ψυχρώ εκτέλεση» ή «σηκώνει το όπλο και το εκτελεί» (ο ειδικός φρουρός το παιδί). Από πού αντλεί ο κ. Λαζόπουλος τη βεβαιότητα για την ταυτότητα του γεγονότος (αν ήταν ατύχημα, εν θερμώ φόνος ή εν ψυχρώ εκτέλεση); Ήταν αυτόπτης μάρτυς; Μιλάει με τον Θεό; Έχει άλλες αναμφισβήτητες, αντικειμενικές και αδιάβλητες πηγές; Επίσης, μέτρησα, στο παραπάνω βίντεο, διάρκειας 10 λεπτών, 13 φορές τη φράση «15 χρονών παιδί». Αρθρωμένη με τον κατάλληλο τόνο της φωνής και το κατάλληλο ύφος, αυτή η φράση αποτελεί ισχυρό υπομόχλιο για την πρόκληση του λαϊκού αισθήματος. Αυτή είναι η πρόθεση του κ. Λαζόπουλου; Και αν ναι, ποιες σκοπιμότητες υπηρετεί; Ή, αντίθετα, αυτή η εκφραστική είναι απλά αποτέλεσμα μιας αναβράζουσας αγανάκτησης που πνίγει τον καλλιτέχνη; Πιθανό κι αυτό.

Ασχολούμαι με την περίπτωση Λαζόπουλου, γιατί ήταν ίσως η πιο χαρακτηριστική μιας προσέγγισης άνισης, αν όχι ύποπτης. Δεν ασχολούμαι με την άλλη πλευρά, με τον κ. Κούγια ας πούμε, γιατί εκείνος είναι εξ επαγγέλματος ταγμένος υπερασπιστής του συμφέροντος του πελάτη του. Τι να αναρωτηθούμε, γιατί τον υπερασπίζει; Μα γιατί έτσι βγάζει το ψωμί του.

Μερικές τελευταίες σκέψεις:

1. Τραγικός και άδικος, είπαμε, ο θάνατος του νεαρού Αλέξη. Τραγικός και άδικος ο θάνατος κάθε νέου, όποιο κι αν είναι το όνομά του. Τραγικός και άδικος ο θάνατος ενός νέου σε κάποιο νοσοκομείο, εξαιτίας της εγκληματικής αμέλειας του γιατρού του. Συμβαίνει συχνά. Γιατί δεν εξεγείρεται κανείς; Γιατί δεν βλέπουμε διαμαρτυρόμενα πλήθη έξω από τα νοσοκομεία; Τραγικός ο θάνατος κάθε νέου στρατιώτη ως αποτέλεσμα της ηλιθιότητας και της ανικανότητας του διοικητή του. Συνέβη αρκετές φορές. Πού ήταν οι δημοκρατικές δυνάμεις; Γιατί δεν μπούκαραν στα στρατόπεδα να τα κάνουν στάχτη και μπούλβερη; Γιατί δεν ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος; Τραγικός ο θάνατος κάθε νέου στην άσφαλτο (εκατοντάδες κάθε χρόνο) με αιτία την τριτοκοσμική κακοτεχνία των δρόμων, την εγκληματική ανευθυνότητα των οδηγών, την αδιανόητη φαυλότητα του συστήματος, που αντί να εξετάζει με αυστηρότητα και αμεροληψία τους υποψήφιους οδηγούς, πουλάει διπλώματα οδήγησης ακόμα και στους πιο άσχετους κρετίνους. Πού βόσκουν τα μεγάλα μυαλά της κοινωνικής επανάστασης; Γιατί το Υπουργείο Συγκοινωνιών και το ΥΠΕΧΩΔΕ είναι ακόμα όρθια; Γιατί κανένας εργολάβος οδοποιίας δεν έχει σταυρωθεί με μπετονόκαρφα, μαζί με όλους τους δημόσιους λειτουργούς που «τα άρπαξαν», για να κάνουν τα στραβά μάτια στην κατάφωρη παραβίαση των σωστών κατασκευαστικών προδιαγραφών;

2. Η δημοκρατία δεν κινδυνεύει μόνο από όσους φέρουν όπλο. Η δημοκρατία κινδυνεύει από τη βλακεία, από την αδιαφορία, από την ατομοκρατία, από τον μηδενισμό, από την απώλεια κοινωνικής και ιστορικής συνείδησης, από την απώλεια της ανθρωπιάς. Δεν βλέπω λογικό το αίτημα να μην οπλοφορεί η αστυνομία (ακούστηκε κι αυτό). Ποιο είναι το επόμενο βήμα; Να μην οπλοφορεί ο στρατός; Αν σου επιτεθούν με σκοπό να σε ληστέψουν, να σε βιάσουν, να σε σφάξουν, με τι μέσο θα μπορέσει να σε σώσει ο εκπρόσωπος του νόμου; Με την πειθώ; Με φωτόσπαθα; Το αίτημα που πρέπει να τεθεί είναι η καλύτερη εκπαίδευση των αστυνομικών. Η πληρέστερη στελέχωση της υπηρεσίας. Η ορθή εκμετάλλευση του δυναμικού της: να πάψουν να κατασπαταλώνται οι αστυνομικές δυνάμεις σε ψηφοθηρικά πάρεργα, όπως η φύλαξη των γηπέδων, το ντάντεμα των φιλάθλων ή η προστασία των επαγγελματιών κομματικών μαφιόζων (όπως εύστοχα ονόμασε τους πολιτικούς-δυνάστες του τόπου ο Χρήστος Γιανναράς).

3. Τι ακριβώς σημαίνει, γατί συμβαίνει και πού αποσκοπεί αυτή η γλοιώδης μυθοποίηση, αν όχι θεοποίηση, των μαθητών και των φοιτητών; Αυτό το γλείψιμο, για να είμαι πιο σαφής. Με ποια βάση αποδίδεται σε αυτά τα παιδιά η ιδιότητα μιας συντεταγμένης κοινωνικής δύναμης ικανής να επιφέρει επιθυμητές αλλαγές; Ας λογικευτούμε. Ποιο είναι το προφίλ του μέσου μαθητή; (Δε μιλάμε για τις λαμπρές εξαιρέσεις, μιλάμε για τη μεγάλη μάζα.) Αν δεν έχω παρερμηνεύσει ασυγχώρητα τις παραστάσεις που προσλαμβάνω, το προφίλ του μέσου μαθητή, ενός ας πούμε 15-16 χρονών, είναι το εξής: ένας τυπάκος που μιλάει με 200 λέξεις. Που νομίζει ότι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος είναι δεξί μπακ του Πανσερραϊκού. Που το πιο ιερό του όνειρο είναι μια θέση στο Δημόσιο. Που είναι αποστερημένος από θεμελιώδεις φυσικές συγκινήσεις, όπως η χαρά του παιχνιδιού, η λειτουργία της οικογένειας, η ανακάλυψη (σε αντιδιαστολή με τη συνταγογραφημένη κατάποση και την προγραμματισμένη αφόδευση) της γνώσης. Που έχει αποδεχτεί τις δυσοίωνες για το μέλλον του προβλέψεις, τις διασαλπιζόμενες από κείνους ακριβώς που το υπονόμευσαν. Που δεν θα αντάλλαζε ποτέ το κινητό του με ένα ίσης αξίας πακέτο βιβλίων. Που ξημεροβραδιάζεται στα προπύργια του καπιταλισμού και της παγκοσμιοποίησης (διεθνείς αλυσίδες καφέ και ταχυφαγάδικων), τα οποία, όποτε του καπνίσει, τα δαιμονοποιεί και τα σπάει. Που είναι σωματικά και πνευματικά πλαδαρός. Που δεν έχει γνήσια περιέργεια, διαρκή προβληματισμό, ορμή να «κατακτήσει τον κόσμο». Δεν φταίει αυτός. Έτσι τον μεγάλωσαν και τον εκπαίδευσαν. Αλλά η δική μας οπτική γωνία, των «μεγάλων», απαιτεί να μην παραμυθιαζόμαστε. Να μην ηρωοποιούμε το μαθητή. Να μην περιμένουμε από αυτόν λύσεις που δεν μπορεί να δώσει. Και αν, τελικά, είναι τόσο αγνή, τόσο μάχιμη και τόσο ελπιδοφόρα αυτή η νεολαία, αυτό θα αποδειχτεί σε 10-15 χρόνια, όταν αυτή η γενιά θα είναι ο μπροστάρης, η ατμομηχανή της παραγωγής, το φρέσκο κύμα ψηφοφόρων, η αποχρώσα δύναμη του κοινωνικού σώματος. Με τόση ανατρεπτική δύναμη που της έχουμε προσδώσει, θα πρέπει να περιμένουμε ένα τσουνάμι κοινωνικών αλλαγών. Μακάρι. Μα πολύ φοβάμαι ότι άλλοι είναι οι δρόμοι, αφανείς και δύσβατοι, που οδηγούν σε τέτοιες αλλαγές. Θα δεχτούν οι νεολαίοι να τους βαδίσουν; Θα δεχτούν να πληρώσουν το κόστος; Τους ενδιαφέρει καν; Ή, μόλις βολευτούν σε μια θεσούλα, θα ξεχάσουν πάραυτα τα ρίγη της επαναστατικής δυναμικής;

Από τον τύπο σταχυολόγησα μερικές ψύχραιμες και χρήσιμες προσεγγίσεις των φαινομένων της βίας που παρατηρήσαμε την περασμένη εβδομάδα. Αξίζει να διαβαστούν:

Η κουλτούρα της καταστροφής

Τεχνητά αδιέξοδα (βλ. ΠΑΡΑΒΟΛΕΣ, του Μάκη Βοϊτσίδη)

Η ύστατη ξεφτίλα (βλ. ΚΑΝΑΒΑΤΣΟ, του Πάνου Θεοδωρίδη)


Ρομπέν


Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008

Extreme sports

Παγκόσμιο ρεκόρ η Ελλάδα στο κάπνισμα.

Παχιά παιδιά με σημάδια καρδιοπάθειας.


Κι έχω κάτι φίλους που επιμένουν ότι το μέλλον είναι φωτεινό…

Ρομπέν


Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2008

Ζητείται πατρίς

Αφορμή για το σημερινό μου άρθρο στάθηκε η δικτυακή μου επίσκεψή στο ημερολόγιο μιας ξένης. Όπως η ίδια περιγράφει τον εαυτό της, «η Ξένη γεννήθηκε στην πόλη του Αλί Πασά του Τεπελενλή από Έλληνες ομογενείς γονείς. Ζει στην Αθήνα και, όταν είναι προβληματισμένη, γράφει στο ημερολόγιό της». Με ευαισθησία και άλλοτε με οργή, αλλά πάντα με ζωντανή γραφή, παραθέτει περιστατικά από τη ζωή της στην Ελλάδα, όπου δεν έχει πάψει να νιώθει ξένη.

Η ξένη με έβαλε σε σκέψεις. Και τώρα εσείς θα υποστείτε το αποτέλεσμα.

Η ξένη έχει δίκιο να νιώθει πικρία και οργή. Οι παππούδες της ήταν Έλληνες. Ο γονείς της το ίδιο. Άρα κι εκείνη. Μαζί με χιλιάδες άλλους Έλληνες ξέμειναν στη Βόρεια Ήπειρο με το όνειρο να επιστρέψουν κάποτε στην πατρίδα. Και, όταν επέστρεψαν, καμία ανοιχτή αγκαλιά δεν βρήκαν. Μόνο δυσπιστία και ταλαιπωρία. Η ξένη έχει δίκιο.

Αλλά δεν είναι η μόνη που έχει δίκιο. Υπάρχουν πολλοί άλλοι. Τα πρώτα μεταναστευτικά κύματα εξ Αλβανίας δεν ήταν απόσταγμα πολιτισμού, ήθους και καλλιέργειας. Ήταν πολλά τα παρατράγουδα που έφεραν μαζί τους. Πολλά τα εγκλήματα. Πολλά τα καλάζνικοφ. Ένας φίλος μού είχε διηγηθεί εκείνα τα χρόνια ότι στο διπλανό από το δικό του χωριό, κάπου στην Ημαθία, μπήκαν σε ένα σπίτι τρεις Αλβανοί, έδεσαν το αντρόγυνο, σήκωσαν ό,τι είχε αξία, έφαγαν, ήπιαν και μετά δεν έφυγαν. Βίασαν τη γυναίκα και έκοψαν με το τσεκούρι το χέρι του άντρα. Μπορεί όλα αυτά να είναι μύθοι για λαϊκή κατανάλωση. Μπορεί τα πάντα να είναι μύθοι για λαϊκή κατανάλωση. Μπορεί το ότι πατήσαμε στη Σελήνη να είναι μύθος για λαϊκή κατανάλωση. Θα μου πεις, πριν έρθουν οι Αλβανοί στην Ελλάδα, δεν υπήρχε εγκληματικότητα; Σωστό. Αλλά ήταν ανάγκη να φορτωθούμε και την εισαγόμενη; Το ζευγάρι που κακοποιήθηκε έχει κι αυτό δίκιο να νιώθει οργή και μίσος. Είναι φυσικό η κρίση τους να θολώνει. Στη θολωμένη κρίση των αθεράπευτα πληγωμένων, ομογενείς Έλληνες και αυτόχθονες Αλβανοί γίνονται ένα πράγμα, καλοί και κακοί (είτε ομογενείς είτε Αλβανοί, Ρώσοι, Ινδοί, Πακιστανοί) ένα πράγμα, με ένα όνομα: ξένοι. Ακριβώς έτσι δουλεύει και στην άλλη μεριά: για την ξένη, και για κάθε ξένη, οι Έλληνες γηγενείς, που για κείνη είναι ξένοι (αφού αισθάνεται, αν έχω καταλάβει καλά, ότι ποτέ δεν τη δέχτηκαν), συνιστούν την πηγή των δεινών της.

Έχουμε, λοιπόν, δύο αντίθετες οπτικές γωνίες. Από τη μία οι έντιμοι ομογενείς που επαναπατρίζονται και οι εδώ αρχές τους αντιμετωπίζουν σαν να είναι γενετικά προκαθορισμένοι παραβάτες. Από την άλλη οι φιλήσυχοι γηγενείς, που βλέπουν ορδές βαρβάρων και στρατιές μαφιόζων (δεν αναφέρομαι στους έντιμους ομογενείς ούτε στους έντιμους αλλογενείς) να μπουκάρουν ανεξέλεγκτα από όλο το μήκος των συνόρων και να ληστεύουν, βιάζουν, σφάζουν τους Ελλαδίτες μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Ποιος έχει το δίκιο; Ποιος έχει το φταίξιμο;

Είπαμε, όλοι έχουν από ένα δίκιο. Εκτός από κείνους που είναι στην εξουσία: έχουν τόσο σφετεριστεί τα πάντα, ώστε έχουν απολέσει δια παντός το δικαίωμα να επικαλούνται οποιαδήποτε έννοια δικαίου. Τυγχάνουν φυσικοί ή ηθικοί αυτουργοί κάθε αδίκου. Σ’ αυτούς μπορεί να εντοπιστεί μια πρώτη ευθύνη. Αν είχαν μεριμνήσει, ώστε από την αρχή να υπήρχε σωστός έλεγχος και να εισέρχονταν στη χώρα ελεγχόμενοι αριθμοί μεταναστών, κάτοχοι πράσινης κάρτας και όλων των νόμιμων εγγράφων, σαφώς θα είχαν αποφευχθεί πολλά έκτροπα και η φήμη των μεταναστών και των επαναπατρισθέντων δε θα είχε δεχτεί τόσα πλήγματα. Λογικά, τότε, οι γηγενείς δεν θα τους αντιμετώπιζαν με τόση καχυποψία. Και η ξένη δε θα ένιωθε τόσο ξένη.

Μα, έτσι ή αλλιώς, το ζήτημα δεν είναι, στη βάση του, φυλετικό, με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Ο άρπαγας Αλβανός που εγκληματεί και ο ηλίθιος Έλληνας αστυνομικός που είτε δεν μπορεί με μια ματιά, με δυο κουβέντες, να διακρίνει τη διαφορά ανάμεσα σε έναν νομοταγή, καλλιεργημένο άνθρωπο (ό,τι χρώμα και αν έχει η ταυτότητά του) και σε έναν τύπο του υπόκοσμου ή μπορεί μεν να τη διακρίνει, αλλά εξακολουθεί να παίζει παιγνίδια εξουσίας, απλά και μόνο γιατί είναι ψυχικά άρρωστος, ανήκουν στην ίδια «φυλή», στην ίδια πατρίδα. Πρόκειται για τη φυλή των ηλιθίων και των παθολογικά εγωκεντρικών. Πατρίδα τους είναι η σαπίλα, το σκοτάδι, η αμαρτία (όπως ορίστηκε στο άρθρο της περασμένης Κυριακής), ο άθλιος τρόπος, ο στείρος χρόνος. Εδώ εντοπίζεται η ουσία του προβλήματος, σε γενικές γραμμές, και όχι στο χρώμα της ταυτότητας – εκείνο είναι μόνο η αφορμή.

Εκεί που το γενικό συναντάει το ειδικό γεννιέται συχνά ένα ανθρώπινο δράμα. Υπάρχουν σίγουρα ομογενείς που δεν προβληματίζονται σε τέτοιο βαθμό όπως η ξένη. Τους αρκεί που ζουν στη χώρα του ήλιου και μπορούν, όπως όλοι οι Έλληνες, να απολαύσουν τη φραπεδιά στην καφετέρια μπροστά σε μια γιγαντοοθόνη που δείχνει τσάμπιονς λιγκ. Αλλά τυχαίνει μέσα στον κήπο να φυτρώνουν και περίεργα φρούτα. Ειδικές περιπτώσεις. Άνθρωποι σαν την ξένη, ζωντανοί, σκεπτόμενοι. Αυτοί είναι καταδικασμένοι να υποφέρουν. Μα, αφενός, πάντα κάτι καλό μπορεί να βγει από αυτό (από τον πόνο) και, αφετέρου, (για άλλη μια φορά) δεν είναι οι μόνοι που υποφέρουν.

Στο σημείο που το γενικό συναντάει το ειδικό είναι ένας άνθρωπος που πληρώνει τη συνάντηση. Συνήθως, όποιος πληρώνει εστιάζει την προσοχή του στο τίμημα, στην αδικία και στην αναζήτηση της αιτίας, δηλαδή σε κείνα που αφορούν την περίπτωσή του. Δηλαδή στο ειδικό. Μα το γενικό είναι πάντα εκεί, αμετακίνητο, αμείλικτο για τον τολμητία που θα το πολεμήσει, παρήγορο για τον πιο φρόνιμο που θα αρκεστεί να το κατανοήσει.

Το γενικό λέει ότι όλοι υποφέρουμε. Μοίρα αναπόδραστη είναι. Και δεν υποφέρουμε γενικώς και αορίστως, υποφέρουμε συγκεκριμένως από τη δικτατορία της βλακείας και της ατομοκρατίας. Βήμα δεν μπορείς να κάνεις πια χωρίς να γίνεις μάρτυρας κάποιας οδυνηρής καταστρατήγησης του δικαίου, της λογικής, της αισθητικής. Οι σφαίρες έρχονται κατά ριπάς από κάθε κατεύθυνση, από κάθε σημείο, κάθε βαθμίδα, κάθε δομικό στοιχείο του κοινωνικού ιστού. Δεν είναι δυνατόν πλέον να εντοπιστεί μία πηγή του κακού, είμαστε αντιμέτωποι με ένα συνεχές της παρακμής, με μια θανάσιμη ακτινοβολία υποβάθρου.

Αν θέλουμε να ορίσουμε την έννοια της πατρίδας με όρους ρωμαλέους κι αλεξίσφαιρους, τότε πατρίδα του ανθρώπου δεν είναι τόσο ο τόπος στον οποίο κατοικεί, αλλά ο τρόπος που κατοικεί στο πνεύμα του. Αυτός ο ορισμός είναι μια ωραία ελευθερία, γιατί καθείς κάνει κουμάντο στο πνεύμα του και το ζεύει σε όποιο άρμα γουστάρει. Ιδρύεται πατρίδα, όταν ο όμοιος βρει τον όμοιο (ο ομότροπος τω πνεύματι τον ομότροπο), τον αναγνωρίσει και τον αγαπήσει. Δεν σημαίνει πως τότε αυτόματα συμβαίνει κατασίγαση του πυρός. Κάθε άλλο. Τότε είναι που γίνεσαι στόχος. Αλλά τουλάχιστον δεν είσαι μόνος κι ανοχύρωτος. Πράγμα σημαντικό για τη διατήρηση της ψυχικής σου υγείας.

Ρομπέν