Κυριακή 27 Ιουνίου 2010

Ένας νέος κύκλος για τον Παπαγεωργόπουλο, ένα τεράστιο πλήγμα για την ανθρωπότητα

.
Τεράστιο πλήγμα για τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα, την Ανθρωπότητα. Ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος, δήμαρχος Θεσσαλονίκης επί τρεις συναπτές τετραετίες, δήλωσε ότι δεν θα είναι υποψήφιος στις ερχόμενες δημοτικές εκλογές. Δεν πήρε το χρίσμα από τον πρόεδρο της ΝΔ, Αντώνη Σαμαρά.

Και τώρα τι;
Πώς θα πορευτεί αυτή η πόλη;
Πώς θα συνέλθει απ’ την ορφάνια;
Πώς θα διατηρηθεί στη ζωή χωρίς Βασίλη Παπαγεωργόπουλο;

Διότι ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος «κυριολεκτικά άλλαξε τη Θεσσαλονίκη». Της χάρισε μισή αναπλασμένη παραλία και ένα ολόκληρο νέο δημαρχιακό μέγαρο. Τι κι αν αυτά είναι τα μοναδικά έργα που έχει να παρουσιάσει ο Δήμος μέσα σε 12 χρόνια; Τι κι αν το δημαρχιακό μέγαρο αποτελεί υπηρεσία όχι προς τους πολίτες της Θεσσαλονίκης αλλά προς τον ίδιο τον δήμαρχο, τους αντιδημάρχους και τους λοιπούς εργαζομένους στον Δήμο; Τι και αν επί τετραετιών Παπαγεωργόπουλου έκαναν φτερά από το ταμείο του Δήμου περί τα 30 εκατομμύρια ευρώ; Δεν έχει σημασία.

Δεν έχει σημασία, για έναν πολύ απλό λόγο: γιατί ο Νομάρχης της Καρδιάς μας δίνει ψήφο εμπιστοσύνης στον Βασίλη Παπαγεωργόπουλο και έτσι ξεκαθαρίζουν όλα, διαλύεται κάθε αμφιβολία. Ο Παναγιώτης Ψωμιάδης δήλωσε σχετικά με την αποχώρηση Παπαγεωργόπουλου:

«Με έκπληξη πληροφορήθηκα την απόφαση του Βασίλη. Όποιες διαφορές και να είχε κανείς μαζί του δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει την τεράστια προσφορά του στη χώρα και στη Θεσσαλονίκη. Τριάντα πέντε χρόνια νικητής, έκανε πάντοτε αυτό που πίστευε ότι ήταν καλύτερο για τον τόπο και για τον εαυτό του. Του εύχομαι ο νέος κύκλος που ανοίγει, όπως είπε ο ίδιος, να είναι επιτυχημένος».

Έτσι είναι. Όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη η προσφορά του «νικητή», αλλά σε όλη τη χώρα. Τεράστια η προσφορά του. Καθώς ο ιστορικός αυτός άνδρας αποχωρεί από τη Δημαρχία, ωριμάζει πια η υποψηφιότητά του για μια ασύγκριτα υψηλότερη θέση, μια θέση στο πάνθεο των μεγάλων εθνικών ευεργετών, ανάμεσα στους αλησμόνητους Βαρβάκη, Αβέρωφ, Τοσίτσα, Ζάππα, Αρσάκη, Ζωσιμάδες.

Γιατί, Αντώνη Σαμαρά, γιατί; Γιατί έκοψες τόσο πρόωρα το νήμα μιας λαμπρής πορείας, μιας διαρκούς και ανιδιοτελούς προσφοράς; Και, καλά, εσύ μπορεί να μην το σκέφτηκες ορθά το πράγμα. Ο καθένας μπορεί ενίοτε να αστοχήσει. Ανθρώπινο είναι. Αλλά δεν στάθηκες ούτε για μια στιγμή να αφουγκραστείς τον άλλο μεγάλο άνδρα της Βόρειας Ελλάδας, ΤΟΝ Νομάρχη, που, φλεγόμενος από αίσθημα δικαιοσύνης, δοκίμασε να σε επαναφέρει στον δρόμο της ορθότητας;

Όχι, Αντώνη Σαμαρά, δεν υπάρχει κανένα ελαφρυντικό για το ατόπημά σου. Διότι, όταν σου επισημαίνει κάτι ο Ζορό κι εσύ δεν το λαμβάνεις υπόψη, ώστε να ανακαλέσεις πάραυτα και να επανορθώσεις, τότε τι απαιτείται, Αντώνη Σαμαρά, για να συνέλθεις, να λαμπικάρεις, να δεις της αλήθειας το φως; Τι περιμένεις επιτέλους; Να σου μιλήσει ο Μπλεκ; Ο Μπάτμαν; Ο Ρομπέν ο ίδιος;

Τεράστιο πλήγμα για τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα, την Ανθρωπότητα. Αντίο, Βασίλη. Θα μας λείψεις, Βασίλη. Συντασσόμενοι με τον Ζορό, ο Μπλεκ, ο Μπάτμαν, ο Ρομπέν και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις σου ευχόμαστε «ο νέος κύκλος που ανοίγει να είναι επιτυχημένος». Αμήν.

Ρομπέν

Κυριακή 20 Ιουνίου 2010

Και τώρα τι κάνω, εγώ προσωπικά;

.
Ανεξάρτητα από το αν τελικά η οικονομία μας χρεοκοπήσει και επισήμως, το κοινωνικό μοντέλο έχει ήδη χρεοκοπήσει. Η χρεοκοπία του κοινωνικού μοντέλου οφείλεται κυρίως στη φθορά και την εξουδετέρωση που υπέστη η ιδιοπροσωπία της συλλογικότητάς μας από την αμφίρροπη ενδογενή σύγκρουση ανάμεσα σε αυτό που ήμασταν (Έλληνες, Μεσόγειοι, Νότιοι, Ανατολικοί-Ανατολικοδυτικοί) και σε αυτό που αποφασίσαμε ότι θέλουμε να γίνουμε (Δυτικοί, Δυτικότεροι των Δυτικών).

Η ενδογενής τάση αλλοίωσης της ιδιοπροσωπίας μας βρήκε έδαφος να πατήσει, όταν ιδρύθηκε το νεοελληνικό κράτος, πριν από σχεδόν δύο αιώνες. Αλλά τις τελευταίες δεκαετίες, με την ψηφιακή επανάσταση και με την εξωστρέφεια που ευνοήθηκε από τη συγκοινωνιακή ευχέρεια, η τάση μεγιστοποιήθηκε. Το ενδιαφέρον (και μάλλον τρομαχτικό) στοιχείο είναι ότι αυτή η κλιμάκωση δεν συνάντησε κανένα εμπόδιο. Μόλις οι τεχνικές συνθήκες της το επέτρεψαν, η τάση έγινε νόμος. (Η εξουδετέρωση που λέγαμε.)

Έτσι, από τον ελληνικό καφέ περάσαμε ανεπαισθήτως στον freddo. Από το ταβερνάκι στην disco και, ακολούθως, στο clubbing. Από τη γειτονιά στη γειτνίαση ακοινώνητων ενοίκων. Από την Ορχήστρα των Χρωμάτων στον DJ Tiesto. Από τον πατριωτισμό στην αρνησιπατρία. Από το ιερό στο ανίερο. Από την αρχοντιά στην ευτέλεια. Από τη σοφία στην πληροφορία. Από τη γνώση στη γνώμη.

Αυτή η κατωφέρεια δεν ορίζεται απαραίτητα και πάντα ως ανωτερότητα του ελληνικού έναντι του δυτικού. Το πρόβλημα δεν είναι η υψομετρική διαφορά από το δυτικό. Το πρόβλημα είναι ο δυτικισμός, ως άκριτος και άγονος μιμητισμός. Κατωφέρεια συνιστά η άρνηση του εαυτού: πτώση από τα ύψη του εαυτού στα βάθη του μη εαυτού. Ακόμα, δε, πιο απότομη κατωφέρεια είναι η άγνοια του εαυτού. Διότι άλλο να αρνείσαι αυτό που είσαι αφού το έχεις γνωρίσει – άρα μετά κρίσεως – και άλλο (έτι κατωφερές) να το αρνείσαι χωρίς καν να το έχεις γνωρίσει – οπότε έχουμε να κάνουμε με κρημνώδη χαυνότητα.

Ο Ελβετός φιλόσοφος και ψυχολόγος Ζαν Πιαζέ (1896-1980) επηρέασε όσο ελάχιστοι τη σύγχρονη παιδαγωγική με το έργο του. Στο δοκίμιό του Το δικαίωμα της εκπαίδευσης στο σύγχρονο κόσμο υποστηρίζει ότι η λογική δεν είναι έμφυτη στον άνθρωπο, αλλά πλάθεται με την εκπαίδευση, όπως ακριβώς και η ηθική. Ο ίδιος είχε δηλώσει (το 1934) ότι «μόνο η παιδεία μπορεί να σώσει τις κοινωνίες μας από μια πιθανή κατάρρευση, είτε βίαιη είτε σταδιακή».

Αν ο Πιαζέ έχει δίκιο, τότε δεν πρέπει καθόλου να απορούμε για τα κύματα αλογίας και αμοραλισμού που δέρνουν την κοινωνία μας. Δρέπουμε τους καρπούς της ανατροφής και της παιδείας που δώσαμε.

Μα τίποτα δεν μας εμποδίζει, ακόμα και τώρα, να κάνουμε μεταβολή και να πάρουμε τον δρόμο προς τα πίσω. Δεν είναι δύσκολο – νωπό το μονοπάτι. Ούτε επώδυνο είναι – μάλιστα, με το πρώτο κιόλας βήμα της επιστροφής θ’ αρχίσει να γιορτάζει ο εαυτός τη χαρά του νόστου.

Κανένας και τίποτα, καμιά κυβέρνηση, καμία ΕΕ ή ΕΚΤ, κανένα ΔΝΤ, καμιά εξαγγελία και κανένα μέτρο δεν μπορεί να μας εμποδίσει να ξαναβρούμε τον εαυτό μας, αν το θελήσουμε. Στο χέρι μας είναι, εξαρτάται από μας, από τον καθένα προσωπικά, να ανθίζουν πάλι γιασεμιά στα μπαλκόνια μας. Να μυρίζουν μουσακά οι γειτονιές μας. Να σκορπίζουν μελωδίες του Χατζηδάκη από τις ανοιχτές μας μπαλκονόπορτες. Να ακούγονται λόγια των ποιητών στις κουβέντες μας. Να εστιάζουν στο ουσιώδες οι προβληματισμοί μας. Να κατασιγάσει ο θόρυβος γύρω μας και μέσα μας. Να αποκτήσουν όραμα γνώσης και προσφοράς οι μαθητές και οι φοιτητές μας.

Παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής στον εαυτό μας θα επιτύχουμε κάτι παραπάνω από το να σώσουμε την οικονομία, τη χώρα και την ψυχή μας. Σύμφωνα, πάντα, με τον Πιαζέ (Δυτικός ήτο, κάτι θα ήξευρε), θα δώσουμε στην επόμενη γενιά την ευκαιρία να «αναπτυχθεί φυσιολογικά». Να ζήσει μια ζωή ανθρώπου, πάει να πει με λογική και ηθική, και όχι ζώου άλογου και ασυνείδητου πλην μοδέρνα ψιμυθιωμένου.

Ρομπέν

Κυριακή 13 Ιουνίου 2010

Θανάσιμη ασθένεια της Δημοκρατίας

.
Οι έννοιες οι μεγάλες συχνά και εύκολα ευτελίζονται, στρεβλώνονται, εμπορευματοποιούνται. Όλοι μιλάνε για αγάπη, ένας Θεός ξέρει πώς ο καθένας την εννοεί και την ερμηνεύει – και τα αποτελέσματα δείχνουν ότι λίγοι ευστοχούν στην ερμηνεία.

Το ίδιο με τη Δημοκρατία. Σημαία σε κάθε μπαλκόνι η Δημοκρατία. Μα πάσχει η πόλις, αργοπεθαίνει. Πώς εξηγείται αυτό, αν όχι με όρους παρερμηνείας, στρέβλωσης, εμπορευματοποίησης;

Σου λέει ο άλλος Δημοκρατία και εννοεί ότι έχουν το δικαίωμα οι πιτσιρικάδες των δώδεκα ετών να κάνουν κατάληψη στο σχολείο τους. Ή μια ισχνή μειοψηφία άγουρων εικοσάχρονων να αναστέλλει τη λειτουργία των πανεπιστημίων της χώρας επί μήνες συναπτούς. Ή μια δράκα μπουζουκοκέφαλων συνδικαλιστών να φράζει τις εθνικές οδούς και να παραλύει τη χώρα και μια άλλη να δυναμιτίζει τον τουρισμό και μαζί του τις τελευταίες αμυδρές ελπίδες οικονομικής επιβίωσης ενός λαού.

Τι είναι η Δημοκρατία; Το δίκιο του εργάτη; Η διεκδίκηση του ατομιστή; Το αναμάσημα του θεσμικά ηλίθιου; Το σκίρτημα ιδιοτέλειας του ανηλίκου; Το όνειρο κομματικής σταδιοδρομίας του φοιτητή; Η χάβρα των τηλεοπτικών παραθύρων; Το μακρύ και το κοντό του καθένα;

Αυτό μας εκπαιδεύουν να πιστεύουμε. Αλλά, αλήθεια, πού, πότε και από ποιον διδαχτήκαμε τι πραγματικά είναι η Δημοκρατία, πώς υλοποιείται και πώς προασπίζεται;

«Η Δημοκρατία απαιτεί ένα μορφωμένο εκλεκτορικό σώμα, και το έλλειμμα γνώσης συνεπάγεται πολιτική αποσύνθεση», ισχυρίζεται ο Mark Bauerlein, καθηγητής αγγλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Emory (Ατλάντα, ΗΠΑ), στο βιβλίο του The Dumbest Generation. Ο υπότιτλος του βιβλίου είναι: Don’t trust anyone under 30.

Τη γνώση υποδεικνύει ο Bauerlein ως δομικό πυρήνα, υποστύλωμα της Δημοκρατίας. «Όσο περισσότερα γνωρίζουν οι άνθρωποι, τόσο περισσότερο συζητούν». Όσο περισσότερο συζητούν και συγκρούονται και ελέγχουν τις ιδέες τους, τόσο περισσότερο αναδεικνύονται, μέσα από θέσεις και αντιθέσεις, οι συνθέσεις που έχουν αρκετή αλήθεια ώστε να ικανοποιούν ανάγκες σε βάση ευρύτερη από το εδώ, διαχρονικότερη από το τώρα, καθολικότερη από την ατομική σφαίρα.

Μνημονεύει ο Bauerlein τον Τόμας Τζέφερσον, ο οποίος το 1786 είχε γράψει: «Μόνο η σε πλατιά βάση επιμόρφωση κάθε γενιάς μπορεί να συντηρήσει το έθνος, μόνο η διάχυση της γνώσης στον λαό».

Η γνώση παράγει επαγρύπνηση, επιφυλακή, ελεγκτική εγρήγορση. Παράγει διάλογο, σύγκρουση, ζύμωση και καταστάλαγμα του σημαντικού.

«Απαιτούνται ένα σπίτι, ένα σχολείο, ένα χωριό και μια αγορά για να διαμορφωθεί ένας σπουδαίος διανοούμενος και πολιτικός σχεδιαστής». Δηλαδή απαιτούνται θύλακες εκκόλαψης, οι γνωστοί, αυτοί που ήταν πάντα: η οικογένεια, το σχολείο, η κοινότητα, ο δημόσιος χώρος. Απαιτούνται οι ίδιοι αυτοί θύλακες για να διαμορφωθεί και ένας πολίτης.

Οι γκροτέσκοι τύποι που επέβαλλαν δικτατορίες με τα τανκς ήταν απλά πρωτόγονοι, άξεστοι. Σήμερα η δουλειά γίνεται με πολύ πιο εκλεπτυσμένο, ανεπαίσθητο και αποτελεσματικό τρόπο. Δεν έχεις παρά να απαξιώσεις τη γνώση, να υπονομεύσεις την οικογένεια, να δηλητηριάσεις την παιδεία, να διαλύσεις την κοινότητα, και η Δημοκρατία έχει πεθάνει.

Σας θυμίζει τίποτα;

Ρομπέν

Κυριακή 6 Ιουνίου 2010

Finis Graeciae

.
Σε ένα σχόλιο στην ανάρτηση Dead men walking (8/10/2009) είχα αμφισβητήσει την καταλληλότητα τεσσάρων παλαιών Πασόκων για τους θώκους στους οποίους τοποθετήθηκαν (τρεις υπουργοί και μία υφυπουργός). Από αυτούς, η Γκερέκου έχει ήδη αυτοακυρωθεί, η Ξενογιαννακοπούλου γίνεται στόχος δημοσιευμάτων με θέμα την ολιγωρία της σε ένα κρισιμότατο χαρτοφυλάκιο και η Διαμαντοπούλου με τα εσχάτως αναγγελθέντα για την παιδεία έδωσε δείγμα γραφής ενδεικτικό των προτεραιοτήτων της: προέχουν οι σουβλατζήδες. Ο Βενιζέλος είναι αρκετά ευφυής ώστε να μην εκτίθεται εύκολα. Αυτουνού τα κατορθώματα αναδρομικά θα τα μάθουμε. Ως τώρα, δηλαδή, ο σκεπτικισμός μου δικαιώνεται κατά 75%. Τυχαίο; Δεν νομίζω.

Ο Χρήστος Γιανναράς επεσήμανε πρόσφατα, ομιλητής σε μια εκδήλωση, πως η στοιχειώδης λογική υπαγορεύει ότι είναι αδύνατο να προέλθει λύση σε ένα πρόβλημα από κείνους ακριβώς που το δημιούργησαν. Αλλά ποιος τη χέζει και τη λογική. Σωστό.

Εννοείται ότι μιλάμε για ένα πρόβλημα φαυλότητας και όχι για πρόβλημα εκ παραδρομής, του τύπου: συγνώμη, σκόνταψα, σας λέρωσα, να σας καθαρίσω. Σε προβλήματα εκ παραδρομής δεν αποκλείεται ο γεννήσας το πρόβλημα να δώσει και τη λύση του.

Η εκδήλωση είχε τίτλο «Είμαστε σε κρίση. Έχουμε ελπίδα;». Εκτός από τον Γιανναρά συμμετείχαν άλλοι τρεις εισηγητές, τα ονόματα δεν έχουν σημασία. Το ακροατήριο αριθμούσε γύρω στα 800 άτομα, τα περισσότερα φοιτητές. Με τη χώρα στο χείλος του γκρεμού θα ανέμενε κανείς να ακούσει από επιφανείς διανοούμενους, αν όχι λύσεις, τουλάχιστον γνήσιο προβληματισμό.

Δυστυχώς, πλην Γιανναρά, οι άλλοι τρεις εισηγητές εμφανίστηκαν εκεί για να υψώσουν τη σημαία του κομματικού ή ιδεολογικού χώρου στον οποίο ανήκουν. Ο αριστερός, ο νεοφιλελεύθερος και ο Πασόκος. Ο πρώτος πρότεινε αναδιαπραγμάτευση του χρέους, ο δεύτερος δραστική περικοπή του δημόσιου τομέα και ο τρίτος τίποτα. Στη συνέχεια ανάλωσαν πολύ χρόνο σε διαπροσωπικές και διακομματικές ίντριγκες. Εμείς αυτό κι εσείς εκείνο και σου ’πα και μου ’πες και του κώλου τα εννιάμερα.

Το παιχνίδι ήταν στημένο. Το ακροατήριο, κατά πλειοψηφία, αποτελείτο από κλάκες χαύνων φοιτητών σε εντεταλμένη αποστολή αυτοματικής επιδοκιμασίας κάθε ατάκας (ενίοτε και μπούρδας) που εκστόμιζε ο «ημέτερος» ινστρούχτορας.

Το συμπέρασμα βαθιά οδυνηρό. Είμαστε σε κρίση. Προφανώς. Έχουμε ελπίδα; Με τέτοια αποβλακωμένη, εξαγορασμένη νεολαία, προφανώς όχι.

Έμεινε ο Γιανναράς να μονολογεί (φαντάζομαι) άφωνα: “Finis Graeciae”.

Ρομπέν