Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009

Ζωές κλεμμένες

.
Στα όρια δοκιμάζονται οι αρετές και οι υποσχέσεις. Στα δύσκολα η φιλία. Στις ακραίες θερμοκρασίας του αρκτικού χειμώνα τα ακριβά αυτοκίνητα. Στις υψηλές στροφές οι κινητήρες. Στον χρόνο οι ιδέες, οι πεποιθήσεις και οι κάθε είδους επιλογές. Πιο καλά, στο όριο του χρόνου, λίγο πριν το τέλος.

Αν θες να υποβάλεις μια ιδέα ή μια επιλογή στη δοκιμασία της αλήθειας, ένας τρόπος είναι να ρωτήσεις κάποιον ηλικιωμένο που υποστήριξε την ίδια ιδέα ή έκανε την ίδια επιλογή τι γνώμη έχει σήμερα γι’ αυτήν, μετά από χρόνια συμβίωσης μαζί της. Ένας άλλος τρόπος είναι να φανταστείς τον εαυτό σου σε βαθιά γεράματα και να θέσεις σε κείνον το ίδιο ερώτημα. Φωτιά που καίει είναι αυτή η δοκιμασία. Φωτιά που αφυπνίζει.

Η εικόνα που αντικρίζει κανείς σήμερα στις πανεπιστημιακές σχολές είναι θλιβερή, αλγεινή, έχω αναφερθεί ξανά σ’ αυτό το αίσχος. Οι προθάλαμοι και οι διάδρομοι έχουν καταληφθεί από τους πάγκους των κομματικών νεολαιών. Χαυνωμένα κομματικά στρατιωτάκια, που τυγχάνουν και φοιτητές, στημένα στα πόστα τους, υπηρετούν τα κομματικά μικρομάγαζα. Μέσα και έξω από τα κτίρια, σε τοίχους και κολώνες, από πάνω ως κάτω, αφίσες προπαγάνδας και συνθήματα γραμμένα με σπρέι ή μαρκαδόρους συνθέτουν μνημεία ασχήμιας, αισθητικού βιασμού. Οι σχολές είναι πια πρωτίστως αρένες κομματικών κοκορομαχιών. Άθλια κωλοχανεία. Το φαινόμενο έχει πάρει διαστάσεις κινηματογραφικού σουρεαλισμού. Οι καθηγητές κυκλοφορούν ανάμεσα σε αυτό το ξένο προς τη λειτουργική διάσταση του χώρου πλήθος σαν παρείσακτοι, εμφανώς υποταγμένοι, ενίοτε φοβισμένοι. Κάποιοι έχουν αναγκαστεί να τοποθετήσουν στην είσοδο του γραφείου τους θωρακισμένη πόρτα ασφαλείας, μήπως και έτσι διασώσουν τα εργαλεία της δουλειάς τους και τα αποτελέσματα των ερευνών τους από τις επιδρομές θερμοκέφαλων βασιβουζούκων στην επόμενη κατάληψη της σχολής από «αγωνιστές του φοιτητικού κινήματος» ή στην επόμενη εισβολή «εξωπανεπιστημιακών στοιχείων». Αυτά στο όνομα της δημοκρατίας.

Σε κάποιες άλλες αρένες, τις ποδοσφαιρικές, χιλιάδες άνθρωποι, νέοι οι περισσότεροι, ωρύονται, σχίζουν τα ρούχα τους, αλληλοβρίζονται και αλληλοσκοτώνονται. Διαβάζουν μόνο αθλητικές εφημερίδες, ακούνε αθλητικούς σταθμούς, ζούνε για την ομάδα, δεν διστάζουν να την αποκαλούν «θεό» τους. Κάποιοι έχουν κυριολεκτικά πεθάνει για την ομάδα σε συμπλοκές με αντίπαλους οπαδούς ή σε άτακτες εξόδους πανικού από το γήπεδο. Αυτά στο όνομα του φίλαθλου πνεύματος.

Οι εικόνες αυτές, στιγμιότυπα του παρόντος, όσο θλιβερές ή οδυνηρές, δεν είναι οι σκληρότεροι δείκτες αποτίμησης της εκτροπής της κοινωνίας. Οι σκληρότεροι δείκτες προκύπτουν από τη δοκιμασία στα όρια, από την αναγωγή στο τέλος του χρόνου. Τραγωδία κατασπατάλησης, ισοδύναμη αυτοχειρίας, να σε ρωτάνε, όταν πια θα ’σαι παππούς, πού έδωσες τον χρόνο σου και την ψυχή σου, και ν’ απαντάς: στο κόμμα – ή στην ομάδα. Να σε ρωτάνε τι έκανες, τι ήσουν σε αυτή τη ζωή, και ν’ απαντάς: οπαδός. Αυτά στο όνομα – ίσως να το ’χεις πλέον χαμπαρίσει ως τότε – της ψευδεπώνυμης πλάνης.

Ζωές κλεμμένες.
Ρομπέν

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009

Ο κατήφορος του νοήματος

.
Πολλές συζητήσεις πολιτικού ή αμπελοφιλοσοφικού περιεχομένου, από την ιμπεριαλιστική πολιτική των ΗΠΑ μέχρι τη σκοπιμότητα των εμβολιασμών για τη νέα γρίπη, καταλήγουν σε ένα κρίσιμο ερώτημα: γιατί τα άτομα ή οι συλλογικότητες (κυβερνήσεις, εταιρίες) συντηρούν μια τακτική αντικοινωνική έως απάνθρωπη ενώ έχουν ήδη πετύχει την ικανοποίηση όλων των αναγκών που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος ή να φανταστεί η πιο οργιώδης φαντασία;

Ας εξετάσουμε το παράδειγμα ενός χρηματιστή στη Wall Street ή ενός τραπεζίτη-διακινητή τοξικών παραγώγων, δηλαδή ενός αεριτζή, ενός νταβατζή της ανάγκης, της απληστίας, της άγνοιας και της ηλιθιότητας. Πολύ σύντομα αποκτά πλούτη αμύθητα. Ποιος ο λόγος να συνεχίσει το ίδιο βιολί; Γιατί να μην αποσυρθεί; Ή γιατί να μην το γυρίσει σε μία δραστηριότητα πιο παραγωγική, πιο έντιμη, πιο φιλική για τις κοινωνίες;

Στο μυαλό μου έρχονται, επίσης, τα γεράκια της Ουάσιγκτον. Άνθρωποι χορτασμένοι από εξουσία, τακτοποιημένοι οικονομικά για πολλές γενιές, δικτυωμένοι στα πιο ισχυρά λόμπι. Με μετοχές και θέση στο διοικητικό συμβούλιο των πιο κερδοφόρων εταιριών πετρελαίου, φαρμάκων και όπλων. Για ποιο λόγο συνεχίζουν; Τι έχουν ακόμα να κερδίσουν; Γιατί δεν αφήνουν τον κόσμο ήσυχο;

Δε νομίζω ότι ο λόγος είναι το χρήμα – έχουν, ουσιαστικά, ανεξάντλητο. Ούτε η δόξα – ήδη τους ξέρει ολόκληρος ο πλανήτης. Νομίζω ότι ο λόγος είναι το νόημα ζωής.

Υποθέτω ότι, αν αυτοί οι άνθρωποι αποσύρονταν για να απολαύσουν τους καρπούς του «μόχθου» τους, όπως θα έκαναν ή φαντάζονται ότι θα έκαναν όσοι δεν έχουν βρεθεί σε ανάλογη θέση, το επόμενο πρωί δεν θα ήξεραν τι να πράξουν, πώς να κινηθούν, πώς να ζήσουν. Η ζωή τους θα έχανε το νόημά της.

Τείνουμε να θεωρούμε ως νόημα ζωής κάτι «υψηλό», ιδανικό, όπως η ελευθερία ή η πίστη στο Θεό. Το παρελθόν, άλλωστε, έχει να επιδείξει όχι λίγα παραδείγματα ιδεολόγων, αγωνιστών την ελευθερίας, Χριστιανών, που θυσίασαν τη ζωή τους στην προσπάθεια να διαφυλάξουν ή να ξανακερδίσουν το νόημα της. Αν ο άνθρωπος είναι ικανός να θυσιάσει την ίδια τη ζωή του για έναν σκοπό, υποθέτω ότι πολύ πιο άνετα είναι ικανός να θυσιάσει τις ζωές άλλων για τον ίδιο σκοπό.

Έτσι είναι. Για ένα νόημα ζούμε όλοι. Και το προασπίζουμε με κάθε τρόπο και μέσο. Μόνο που για κάποιους το νόημα της ζωής δεν είναι η ελευθερία ούτε μια ιδεολογία ούτε η μεταφυσική αναζήτηση. Είναι η συναρπαστική τους καθημερινότητα. Το χρυσάφι. Η δύναμη. Οι κρίσιμες αποφάσεις. Τα σμήνη των ανθρώπων που τους περιτριγυρίζουν, που εργάζονται γι’ αυτούς, που εξαρτώνται από αυτούς. Οι γρήγοροι ρυθμοί. Τα γρήγορα αυτοκίνητα. Το βραδινό όργιο στη βίλα του δικαστή. Η απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας.

Αυτά συνθέτουν το ζωτικό τους ψεύδος ή, αλλιώς, τη ζωτική τους εικονικότητα. Έχουν εθιστεί σ’ αυτήν, δεν μπορούν ν’ ανασάνουν έξω απ’ αυτήν, δεν διανοούνται τη ζωή χωρίς αυτήν. Και δεν πρόκειται να την αποχωριστούν ποτέ. Ακόμα κι αν η δική τους εικονικότητα σακατεύει ή σκοτώνει την πραγματικότητα χιλιάδων, εκατομμυρίων άλλων ανθρώπων.

Στην κορυφή της κλίμακας το παιχνίδι δεν παίζεται πια για το χρήμα ή για τη δόξα. Παίζεται για το νόημα. Το παιχνίδι είναι το νόημα.

Ίσως δεν είναι δίκαιο να κρίνουμε ένα άτομο για την επιδίωξη του νοήματος της ζωής του, όποιο και αν είναι αυτό, όποιες οι επιπτώσεις του. Ίσως μπορούμε να το κρίνουμε μόνο για την επιλογή ενός νοήματος ή για την εμμονή του σ’ αυτό το νόημα.

Μα, όσον αφορά τις επιλογές των ατόμων, μεγάλο μέρος της ευθύνης φέρει η κοινωνία και ιδιαίτερα η παιδευτική της λειτουργία, η παιδεία. Μια κοινωνία είναι σε παρακμή, όταν συστηματικά αποτυγχάνει να προκρίνει ως αυτονόητες επιλογές νοήματα κοινωνιοκεντρικά και επιτρέπει να επικρατήσουν νοήματα ατομοκεντρικά, δηλαδή ανθενωτικά, δηλαδή διαλυτικά της κοινωνίας, δηλαδή αυτοκαταστροφικά.

Έτσι εχόντων των πραγμάτων, ο κατήφορος είναι μακρύς. Με απονεκρωμένη παιδεία, με σπασμένες πυξίδες, μια κοινωνία δεν αργεί να φτάσει στο σημείο όπου θεός γίνεται η προσφιλής ποδοσφαιρική ομάδα και νόημα ζωής η νίκη σε κάθε ματς. Και προασπίζουν αυτό το νόημα, οι άφρονες οπαδοί, όπως οφείλουν: με κάθε τρόπο και μέσο.

Ρομπέν

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009

Εύθραυστη εικονικότητα

.
Μια εικονικότητα ζούμε. Συνεχή και αδιάλειπτη καθ’ όλο το διάστημα του βίου ή, στην καλύτερη περίπτωση, διακοπτόμενη από σύντομες ενοράσεις πραγματικότητας. Ναι, έτσι: η όραση φανερώνει την εικονικότητα, ενώ για την πραγματικότητα χρειαζόμαστε ενόραση. Μοιάζει με αντιστροφή των όρων - μια αυθόρμητη θεώρηση θα όριζε αντίστροφα το φυσιολογικό, το κανονικό. Αλλά ίσως κανονικό ονομάζουμε το επιθυμητό, το βολικό, με αποτέλεσμα να μας διαφεύγει το όντως κανονικό.

Δουλειές, διασκεδάσεις, σχέδια και όνειρα. Αυτή είναι η ζωή μας. Όλα πακεταρισμένα αεροστεγώς στην προσωπική σφαίρα άνεσης, όπου ο καθένας λειτουργεί με άνεση. Το κακό είναι ξορκισμένο, κλειδωμένο απέξω, η σφαίρα αρραγής.

Μα όταν χτυπήσει το κακό, όταν η σφαίρα ραγίσει, καταρρέει η εικονικότητα, σκορπάνε στους ανέμους οι ασχολίες μας, σαν από βίαιη αποσυμπίεση. Νόημα κανένα δεν αφήνουν.

Στη σημερινή ελλαδική εικονική πραγματικότητα το νόημα μοιάζει να έχει εξοριστεί σε τόπο μακρινό κι απρόσιτο. Στις οθόνες της εικονικότητας βασιλεύει το σκότος. Η βία, η έριδα, η ειρωνεία, η εξαπάτηση, η επιβολή, η κατίσχυση. Τουλάχιστον το μισό τηλεοπτικό πρόγραμμα είναι αφιερωμένο στον «κοινωνικό» κανιβαλισμό, την προβολή της μηδαμινότητας και την αναζωπύρωση κάθε είδους πλάνης (από την αστρολογία έως τη μαγεία). Άνθρωποι καθυβρίζουν, ελεεινολογούν, υπονομεύουν ο ένας τον άλλον, άνθρωποι επιδεικνύουν τη θλιβερότητα της ύπαρξής τους ως προσόν διεκδίκησης επάθλου, άνθρωποι σηκώνουν τραπέζια με τη «δύναμη του νου» ή συζητούν με «σοβαρότητα» τη σημασία του ανάδρομου Ερμή.

Είναι αναπόφευκτο να αναρωτηθεί ο θεατής που δεν έχει κατεβάσει τον γενικό διακόπτη του εγκεφάλου του: όλοι αυτοί οι άνθρωποι της οθόνης, και όσοι χαύνοι τους παρακολουθούν, δεν έχουν πάρει ποτέ γεύση πραγματικότητας; Δεν έχουν πονέσει πόνο βαθύ, αφυπνιστικό; Δεν δοκίμασαν ποτέ φθορά, απώλεια;

Όταν χτυπήσει δυνατά το κακό, τα χρώματα γίνονται άχρωμα, οι μουσικές θόρυβος, οι βεβαιότητες ατμός. Σχεδόν καθετί αποκαλύπτεται ως χάσιμο χρόνου.

Χρόνος είναι αυτό που δεν έχουμε.

Ρομπέν

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009

Η άλλη όψη του νομίσματος

.
Πάγια θέση μου είναι ότι για το χάλι της ελλαδικής κοινωνίας ευθυνόμαστε όλοι. Ίσως με διαφορετικό συντελεστή βαρύτητας ο καθένας, ανάλογα με το πόστο του και τις δυνάμεις του, πάντως όλοι.

Έτσι, ενώ την περασμένη Κυριακή το θέμα εδώ ήταν η αυθαιρεσία των εταιριών και του κράτους, σήμερα το θέμα είναι η αυθαιρεσία των ατόμων (πολίτες δεν τους λέω).

Υποστηρίζω ότι και οι δύο μορφές αυθαιρεσίας ζημιώνουν την κοινωνία και, μάλιστα, ότι αναπαράγουν και τρέφουν η μία την άλλη.

Το θέμα μας είναι η απεργία στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ). Δηλώνω ότι δεν το έχω ξεψαχνίσει, κατά συνέπεια ό,τι γράφω το γράφω με επιφύλαξη. Όμως, η πείρα από απεργίες του είδους και η γνώση του ποιού του «συνδικαλιστικού» κινήματος είναι κάποιοι επικουρικοί δείκτες.

Θα πατήσω πάνω σε δύο δημοσιεύματα.

Ο Νίκος Μπαρδούνιας γράφει στην «Καθημερινή» ότι οι κινητοποιήσεις γίνονται για τις ακριβοπληρωμένες «πόστες» του λιμανιού. Πολλά ωραία μαθαίνουμε από αυτό το άρθρο, όπως ότι «το 2007 οι μέσες ετήσιες μεικτές αποδοχές ενός εργαζόμενου στο λιμάνι έφθαναν στις 65,9 χιλιάδες ευρώ» ή ότι πληρώνονται έξι εργάτες για να κάνουν τη δουλειά που σε άλλα ανταγωνιστικά λιμάνια την κάνουν τέσσερις ή ότι λόγω τέτοιων σπαταλών ο ΟΛΠ επιβαρύνεται με 12 εκατομμύρια ευρώ ετησίως.

Ο Αλέξης Παπαχελάς στην ίδια εφημερίδα γράφει ότι «η ζημιά που υφίσταται η χώρα με την υπόθεση της COSCO είναι μεγάλη, πολύ μεγάλη». Και αναλύει το γιατί.

Η ιδιοτέλεια δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο του κράτους και των πολυεθνικών. Έχουν και τα άτομα μεράδι και μπορούν εξίσου αποτελεσματικά να δημιουργούν προβλήματα στη λειτουργικότητα μιας κοινωνίας.

Γι’ αυτό επιμένω ότι το πρόβλημα δεν είναι ταξικό, ιδεολογικό. Είναι πρωτίστως πρόβλημα επιλογής τρόπου του βίου. Υπάρχει ο τρόπος της ιδιοτέλειας από τη μία και ο τρόπος της σχέσης, της κοινωνίας, από την άλλη.

Η ιδιοτέλεια των κρατικών λειτουργών ανοίγει διάπλατα και ανεξέλεγκτα τις πόρτες στην εταιρική ιδιοτέλεια.

Η εταιρική ιδιοτέλεια θεοποιεί το κέρδος, μετέρχεται κάθε μέσο και αδιαφορεί για τις συνέπειες. Έτσι προκύπτει ο Ασωπός. Έτσι προκύπτει η Χαλκιδική.

Η ατομική ή συνδικαλιστική ιδιοτέλεια παραλύει το λιμάνι του Πειραιά ή κλείνει με μπλόκα τις εθνικές οδούς, τορπιλίζει την οικονομία, καταδικάζει τη χώρα σε μαρασμό.

Οι ατομικές ιδιοτέλειες αθροιζόμενες ανεβάζουν ιδιοτελείς κυβερνήσεις οι οποίες ως ιδρυτική προϋπόθεση έχουν τη συνεργία με τις ατομικές και τις εταιρικές ιδιοτέλειες. Έλα, όμως, που οι ατομικές συχνά συγκρούονται με τις εταιρικές. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το κράτος που τις εξέθρεψε και τις δύο βρίσκεται εκτεθειμένο και αμήχανο. Γνωρίζοντας τη συνενοχή του δεν έχει το ηθικό σθένος να πάρει γενναίες αποφάσεις αποκατάστασης της ευρυθμίας.

Τελικά, συνήθως οι ιδιοτέλειες τα βρίσκουν μεταξύ τους, με τις κατάλληλες μικρορυθμίσεις.

Το ερώτημα είναι, τι γίνεται με τους άλλους. Με κείνους που δεν πληρώνονται πέντε χιλιάρικα το μήνα για να αράζουν στον καναπέ τους. Με κείνους που δεν μπλέχτηκαν στα κομματικά γρανάζια, δεν κούνησαν σημαιάκια, δεν έγλειψαν, δεν προσκύνησαν, δεν παρανόμησαν ούτε παρατύπησαν, αλλά ήταν και παραμένουν πολέμιοι της ιδιοτέλειας, θιασώτες της σχέσης, αμετανόητοι θεματοφύλακες ενός τρόπου του βίου που προτάσσει το «εμείς» αντί του «εγώ».

Ρομπέν

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009

Άνευ όρων παράδοση

.
Αστικοποίηση ίσον κοπαδοποίηση. Και κοπαδοποίηση ίσον παραίτηση από την αυτοδιαχείριση, συνταύτιση της ατομικής μοίρας με τη μοίρα του κοπαδιού, την οποία ορίζει ο βοσκός, δηλαδή ένας τρίτος. Τώρα όλα εξαρτώνται από έναν και μοναδικό παράγοντα: τον βοσκό. Αν ο βοσκός είναι κακός, πάει το κοπάδι.

Αυτό πάθαμε. Δεν ήταν πάντα έτσι ή τουλάχιστον δεν ήταν πάντα τόσο έτσι.

Ας πάμε μερικές δεκαετίες πίσω, κάπου στη δεκαετία του ’50. Κι ας πούμε ότι είσαι αγρότης και ζεις σε ένα χωριό της ελληνικής υπαίθρου. Είσαι περίπου αυτόνομος. Έχεις μια στέγη δική σου και τα όσα παράγεις, αν μη τι άλλο, αρκούν για να μη λιμοκτονήσεις εσύ και η οικογένειά σου. Αυτό σου δίνει μια αξιοπρέπεια. Αλλά γεννάει και μια ευθύνη: αν απειληθεί το μικροσύστημά σου, το οποίο συντηρεί την οικογένειά σου, θα χρειαστεί να δράσεις. Εσύ προσωπικά. Ξεκάθαρα πράγματα.

Τι θα έκανες, αν κάποιος ληστής συστηματικά σου κατέκλεβε τ' αγαθά; Μια, δυο, τρεις, κάποτε δε θ’ άρπαζες το τουφέκι; Θα αναγκαζόσουν. Αλλιώς, πείνα θα περίμενε τα παιδιά σου.

Πώς θ’ αντιδρούσες, αν κάποιος κακόβουλος έχυνε βαρέλια με δηλητήριο στην πηγή από την οποία πίνει το χωριό; Είναι προφανές: το τουφέκι!

Και αν ο πρόεδρος της κοινότητας παραχωρούσε το χωριό, παρά τη δεδηλωμένη άρνηση των χωριανών, σε μια εταιρία για εμπορική εκμετάλλευση, ποιο θα ήταν το μέλλον του πουλημένου προέδρου; Θα μπορούσε να κυκλοφορήσει στο δρόμο ήσυχος, χωρίς να λογαριάζει τα βόλια των συγχωριανών του; Δύσκολο.

Αυτά σε άλλες εποχές, σε άλλα μέρη. Και μετά ήρθε το άστυ. Η εγκατάλειψη της γης. Η εξάρτηση από τρίτους για τροφή και στέγη. Η παράδοση της προσωπικής μοίρας σε βοσκούς. Η απώλεια της αυτοδιαχείρισης και της αξιοπρέπειας. Η έκλειψη του τουφεκιού. Η εποχή του κοπαδιού.

Τώρα σου καταληστεύουν το βιος επί δεκαετίες, ρίχνουν εξασθενές χρώμιο στο νερό των παιδιών σου, ξεπουλάνε ολόκληρο νομό σε ξένες εταιρίες για να τον κάνουν ορυχείο κι εσύ κάθεσαι και τους κοιτάζεις σαν χάνος. Είναι ευθύνη του βοσκού, σκέφτεσαι. Και λουφάζεις. Παροπλισμένος, αδύναμος, άβουλος, παντελώς ανίκανος να επέμβεις στη δυσοίωνη δρομολόγηση της μοίρας σου.

Κάθε τόσο σου αναπτερώνουν την ελπίδα ότι να, τούτος εδώ ο καινούριος βοσκός κάτι θα κάνει για να δώσει λύση στο πρόβλημα. Μα σ’ έναν κόσμο λύκων, ο μόνος λόγος που ο βοσκός κατάφερε να γίνει βοσκός είναι ότι έχει τη συγκατάθεση των λύκων.

Γύρω σου ο όχλος φαίνεται να έχει τέλεια άγνοια κινδύνου. Χαυνωμένος, ολότελα εξανδραποδισμένος, βαδίζει ευθεία καταπάνω στον χαμό του με χαμόγελα καταναλωτικής μέθης. Αφήνεται πειθήνια στον βοσκό να τον οδηγήσει στο στόμα του λύκου.

Κι εσύ; Αντί εσύ και τ’ άλλα άσπρα πρόβατα να ξεθάψετε τα τουφέκια των παππούδων, εμφανίζονται μαύρα πρόβατα με καλάσνικοφ και γαζώνουν το κοπάδι.

Μαύρη είν’ η νύχτα στα βουνά, μαύρη είναι και στον κάμπο.

Αναρωτιέσαι ποτέ;

Πότε θα κάμει ξαστεριά;

Πότε θα φλεβαρίσει;

Να πάρω το τουφέκι μου.
Ρομπέν



.