Χτες, Σάββατο 22 Αυγούστου 2009, στις 8 το πρωί, έφυγε η γιαγιά. Η Ναταλία. Ήταν ενενήντα οκτώ.
Η πληρότητα των ημερών της είναι μια παρηγοριά για τους δικούς της που έμειναν πίσω, αλλά η απουσία δεν παύει να είναι οδυνηρή. Ένα μυστήριο, ένα αίνιγμα κακού είναι ο αφανισμός του προσώπου από τον ορατό κόσμο. Αυτή που ήταν έπαψε να είναι, οριστικά κι αμετάκλητα.
Μαζί της έφυγε ένας ολόκληρος αιώνας ιστορίας, προσωπικής και συλλογικής. Η γιαγιά έζησε τη μικρασιατική καταστροφή, τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, τον εμφύλιο, τη χούντα, την εξαθλίωση του παγκοσμιοποιημένου ανθρώπου. Σαρωτικές οι αλλαγές στον κόσμο από τότε που εκείνη ήταν παιδί στο Σίμετεν, ένα χωριό της περιοχής του Καρς, στα βάθη της Μικράς Ασίας.
Από το Σίμετεν ξεριζώθηκαν το 1922 τριακόσιοι άνθρωποι και ήρθαν πρόσφυγες στη Μακεδονία. Το οδοιπορικό κόστισε τη ζωή της μικρής αδερφής, της Ευτυχίας. Το επτάχρονο κορίτσι δεν άντεξε στις κακουχίες. Αυτή ήταν η δεύτερη μεγάλη απώλεια για τη Ναταλία. Η πρώτη ήταν ο θάνατος του πατέρα, λίγα χρόνια πριν. Το μέλλον τής επιφύλασσε πολλές ακόμα.
Δώδεκα παιδιά γέννησε, τα τέσσερα έζησαν πολύ λίγο. Οκτώ ενηλικιώθηκαν: επτά κόρες και ένας γιος, το στερνοπαίδι. Τρεις από τις κόρες χάθηκαν πρόωρα. Πρώτη η Αναστασία, Μπέμπα την φώναζαν, ένα πλάσμα θείο, στα δεκαεννιά, από ιατρικό λάθος. Η Ξανθούλα, στα σαράντα δύο, από μετωπική σύγκρουση, δεν φορούσε ζώνη. Και η Βάσω, στα εξήντα εννέα, επίσης από ιατρικό λάθος.
Ο παππούς Χριστόφορος, ο άντρας της, ο ένας και μοναδικός της ζωής της, πέθανε εξήντα επτά ετών, από καρκίνο. Και ο εγγονός Χριστόφορος, ο πολυθρήνητος, στα έντεκα, από σπανιότατη εγκεφαλική ασθένεια.
Ο χρόνος αποδεκάτισε τους τριακόσιους του Σίμετεν. Στο τέλος έμεινε μόνη εκείνη. Οι διακόσιοι ενενήντα εννέα διάβηκαν το κατώφλι. Κάποιος έπρεπε να μείνει πίσω, για να κλείσει την πόρτα.
Η Ναταλία είχε καλοσύνη έμφυτη. Από παιδί ήξερε να δίνει και να μοιράζεται. Στο μακρινό Σίμετεν συνήθιζε να υπεξαιρεί καρβέλια ψωμί από το κοφίνι όπου τα φύλαγε η εύπορη οικογένειά της, για να τα μοιράσει, μαζί με τη μικρή αδερφή, την Ευτυχία, σε φτωχές οικογένειες. Στη νέα πατρίδα, το καθημερινό γάλα της κατσίκας πάντα έφτανε και για τους συγχωριανούς που δεν είχαν.
Έτσι ήταν η γιαγιά. Αρχόντισσα. Έτσι γεννήθηκε, έτσι έζησε κι έτσι πέθανε. Ακόμα και η σορός της απέπνεε αρχοντιά. Η αρχοντιά δεν είναι μόνο καθαριότητα και εξωτερική περιποίηση. Είναι και εσωτερική ποιότητα.
Όταν η γιαγιά χαμογελούσε, το πρόσωπό της πραγματικά φωτιζόταν. Στα ενενήντα οκτώ κανένα φως δεν εκπηγάζει από φυσικό κάλλος. Μόνο η ψυχή επιμένει να ακτινοβολεί.
Όταν η γιαγιά χαμογελούσε, ράγιζε η πατίνα του χρόνου, και μέσα από τις ρωγμές μπορούσες να δεις τη νιότη μιας άλλης εποχής. Το μεγάλο κόλπο του χρόνου είναι η εξαφάνιση των ιχνών, η απατηλότητα της όψης. Για το εγγόνι η γιαγιά είναι γιαγιά και πάντα γιαγιά ήταν. Μα η γιαγιά ήταν κάποτε κορίτσι δροσερό όλο ομορφιά και σφρίγος, ένα πλάσμα που προκαλούσε ζάλη ερωτική. Έτσι έχασε το μυαλό του μια και για πάντα ο παππούς Χριστόφορος. Μα πώς να τα δεις αυτά κάτω από ρυτίδες και ζάρες. Μόνο όταν εκείνη χαμογελούσε, μπορούσες.
Η Ναταλία ζούσε με όρεξη, με ενδιαφέρον, δεν γέρασε η ψυχή της. Είχε ακόρεστη περιέργεια για όλα, αδιάπτωτη νοητική διαύγεια και ισχυρότατη μνήμη. Ρουφούσε ερεθίσματα και πληροφορίες σαν σφουγγάρι. Διηγιόταν ιστορίες ενός αιώνα ζωής με εκπληκτικές λεπτομέρειες.
Πριν από τρία χρόνια, όταν επρόκειτο να βαφτίσω την κόρη ενός φίλου, με ρώτησε αν ήξερα το «Σύμβολο της Πίστεως» απέξω, όχι τόσο για να μάθει αν το ήξερα, όσο για να καυχηθεί ότι εκείνη το ήξερε. Το κουβαλούσε στη μνήμη ογδόντα πέντε χρόνια, από τότε που το διδάχτηκε στο σχολείο. Το απήγγειλε από την αρχή έως το τέλος, με ελάχιστα λάθη. Δεν άντεξα να μην τη μαγνητοφωνήσω.
Όταν πια μεγάλωσε πολύ, μετά τα ογδόντα, δύο φορές οι γιατροί την ξέγραψαν – να ετοιμαζόμαστε να την αποχαιρετήσουμε, είπαν. Δύο φορές τους διέψευσε. Μετά μιλούσαν για φαινόμενο, για ιατρικό θαύμα. Έτσι, άρχισε να σχηματίζεται και στο δικό μας μυαλό η εντύπωση ότι είχαμε μπροστά μας ένα φαινόμενο, ένα ον υπερφυσικό. Μας φαινόταν ότι δεν τολμούσε να την αγγίξει ο χάρος, πολύ δυνατή ήταν ακόμα και για κείνον. Ίσως, αν κάποτε η ίδια αποφάσιζε ότι ήρθε η ώρα της, μόνο τότε θα έφευγε.
Χτες η γιαγιά έφυγε. Υποθέτω ότι το είχε αποφασίσει πια. Είχε κουραστεί. Πολύ είχε νοσταλγήσει πρόσωπα, πατρίδες.
Χτες η γιαγιά πέρασε απέναντι. Ξαναβρήκε τη μικρή αδερφή, την Ευτυχία, μετά από ενενήντα χρόνια χωρισμού. Ξαναβρήκε τον σύντροφο της ζωής της, τον Χριστόφορο. Τη Βάσω, την Ξανθούλα, την ακριβή Μπέμπα. Τον εγγονό Χριστόφορο. Ξαναβρήκε τους διακόσιους ενενήντα εννέα. Πήρε τη θέση της ανάμεσά τους, η πρώτη της παρέας, η πιο αγαπημένη. Τρανή γιορτή στον ουρανό.
Εδώ είχε πόνο η ζωή, γιαγιά. Αναπαύσου τώρα. Καλή αντάμωση.
Η πληρότητα των ημερών της είναι μια παρηγοριά για τους δικούς της που έμειναν πίσω, αλλά η απουσία δεν παύει να είναι οδυνηρή. Ένα μυστήριο, ένα αίνιγμα κακού είναι ο αφανισμός του προσώπου από τον ορατό κόσμο. Αυτή που ήταν έπαψε να είναι, οριστικά κι αμετάκλητα.
Μαζί της έφυγε ένας ολόκληρος αιώνας ιστορίας, προσωπικής και συλλογικής. Η γιαγιά έζησε τη μικρασιατική καταστροφή, τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, τον εμφύλιο, τη χούντα, την εξαθλίωση του παγκοσμιοποιημένου ανθρώπου. Σαρωτικές οι αλλαγές στον κόσμο από τότε που εκείνη ήταν παιδί στο Σίμετεν, ένα χωριό της περιοχής του Καρς, στα βάθη της Μικράς Ασίας.
Από το Σίμετεν ξεριζώθηκαν το 1922 τριακόσιοι άνθρωποι και ήρθαν πρόσφυγες στη Μακεδονία. Το οδοιπορικό κόστισε τη ζωή της μικρής αδερφής, της Ευτυχίας. Το επτάχρονο κορίτσι δεν άντεξε στις κακουχίες. Αυτή ήταν η δεύτερη μεγάλη απώλεια για τη Ναταλία. Η πρώτη ήταν ο θάνατος του πατέρα, λίγα χρόνια πριν. Το μέλλον τής επιφύλασσε πολλές ακόμα.
Δώδεκα παιδιά γέννησε, τα τέσσερα έζησαν πολύ λίγο. Οκτώ ενηλικιώθηκαν: επτά κόρες και ένας γιος, το στερνοπαίδι. Τρεις από τις κόρες χάθηκαν πρόωρα. Πρώτη η Αναστασία, Μπέμπα την φώναζαν, ένα πλάσμα θείο, στα δεκαεννιά, από ιατρικό λάθος. Η Ξανθούλα, στα σαράντα δύο, από μετωπική σύγκρουση, δεν φορούσε ζώνη. Και η Βάσω, στα εξήντα εννέα, επίσης από ιατρικό λάθος.
Ο παππούς Χριστόφορος, ο άντρας της, ο ένας και μοναδικός της ζωής της, πέθανε εξήντα επτά ετών, από καρκίνο. Και ο εγγονός Χριστόφορος, ο πολυθρήνητος, στα έντεκα, από σπανιότατη εγκεφαλική ασθένεια.
Ο χρόνος αποδεκάτισε τους τριακόσιους του Σίμετεν. Στο τέλος έμεινε μόνη εκείνη. Οι διακόσιοι ενενήντα εννέα διάβηκαν το κατώφλι. Κάποιος έπρεπε να μείνει πίσω, για να κλείσει την πόρτα.
Η Ναταλία είχε καλοσύνη έμφυτη. Από παιδί ήξερε να δίνει και να μοιράζεται. Στο μακρινό Σίμετεν συνήθιζε να υπεξαιρεί καρβέλια ψωμί από το κοφίνι όπου τα φύλαγε η εύπορη οικογένειά της, για να τα μοιράσει, μαζί με τη μικρή αδερφή, την Ευτυχία, σε φτωχές οικογένειες. Στη νέα πατρίδα, το καθημερινό γάλα της κατσίκας πάντα έφτανε και για τους συγχωριανούς που δεν είχαν.
Έτσι ήταν η γιαγιά. Αρχόντισσα. Έτσι γεννήθηκε, έτσι έζησε κι έτσι πέθανε. Ακόμα και η σορός της απέπνεε αρχοντιά. Η αρχοντιά δεν είναι μόνο καθαριότητα και εξωτερική περιποίηση. Είναι και εσωτερική ποιότητα.
Όταν η γιαγιά χαμογελούσε, το πρόσωπό της πραγματικά φωτιζόταν. Στα ενενήντα οκτώ κανένα φως δεν εκπηγάζει από φυσικό κάλλος. Μόνο η ψυχή επιμένει να ακτινοβολεί.
Όταν η γιαγιά χαμογελούσε, ράγιζε η πατίνα του χρόνου, και μέσα από τις ρωγμές μπορούσες να δεις τη νιότη μιας άλλης εποχής. Το μεγάλο κόλπο του χρόνου είναι η εξαφάνιση των ιχνών, η απατηλότητα της όψης. Για το εγγόνι η γιαγιά είναι γιαγιά και πάντα γιαγιά ήταν. Μα η γιαγιά ήταν κάποτε κορίτσι δροσερό όλο ομορφιά και σφρίγος, ένα πλάσμα που προκαλούσε ζάλη ερωτική. Έτσι έχασε το μυαλό του μια και για πάντα ο παππούς Χριστόφορος. Μα πώς να τα δεις αυτά κάτω από ρυτίδες και ζάρες. Μόνο όταν εκείνη χαμογελούσε, μπορούσες.
Η Ναταλία ζούσε με όρεξη, με ενδιαφέρον, δεν γέρασε η ψυχή της. Είχε ακόρεστη περιέργεια για όλα, αδιάπτωτη νοητική διαύγεια και ισχυρότατη μνήμη. Ρουφούσε ερεθίσματα και πληροφορίες σαν σφουγγάρι. Διηγιόταν ιστορίες ενός αιώνα ζωής με εκπληκτικές λεπτομέρειες.
Πριν από τρία χρόνια, όταν επρόκειτο να βαφτίσω την κόρη ενός φίλου, με ρώτησε αν ήξερα το «Σύμβολο της Πίστεως» απέξω, όχι τόσο για να μάθει αν το ήξερα, όσο για να καυχηθεί ότι εκείνη το ήξερε. Το κουβαλούσε στη μνήμη ογδόντα πέντε χρόνια, από τότε που το διδάχτηκε στο σχολείο. Το απήγγειλε από την αρχή έως το τέλος, με ελάχιστα λάθη. Δεν άντεξα να μην τη μαγνητοφωνήσω.
Όταν πια μεγάλωσε πολύ, μετά τα ογδόντα, δύο φορές οι γιατροί την ξέγραψαν – να ετοιμαζόμαστε να την αποχαιρετήσουμε, είπαν. Δύο φορές τους διέψευσε. Μετά μιλούσαν για φαινόμενο, για ιατρικό θαύμα. Έτσι, άρχισε να σχηματίζεται και στο δικό μας μυαλό η εντύπωση ότι είχαμε μπροστά μας ένα φαινόμενο, ένα ον υπερφυσικό. Μας φαινόταν ότι δεν τολμούσε να την αγγίξει ο χάρος, πολύ δυνατή ήταν ακόμα και για κείνον. Ίσως, αν κάποτε η ίδια αποφάσιζε ότι ήρθε η ώρα της, μόνο τότε θα έφευγε.
Χτες η γιαγιά έφυγε. Υποθέτω ότι το είχε αποφασίσει πια. Είχε κουραστεί. Πολύ είχε νοσταλγήσει πρόσωπα, πατρίδες.
Χτες η γιαγιά πέρασε απέναντι. Ξαναβρήκε τη μικρή αδερφή, την Ευτυχία, μετά από ενενήντα χρόνια χωρισμού. Ξαναβρήκε τον σύντροφο της ζωής της, τον Χριστόφορο. Τη Βάσω, την Ξανθούλα, την ακριβή Μπέμπα. Τον εγγονό Χριστόφορο. Ξαναβρήκε τους διακόσιους ενενήντα εννέα. Πήρε τη θέση της ανάμεσά τους, η πρώτη της παρέας, η πιο αγαπημένη. Τρανή γιορτή στον ουρανό.
Εδώ είχε πόνο η ζωή, γιαγιά. Αναπαύσου τώρα. Καλή αντάμωση.
8 σχόλια:
Ένα από τα αστέρια που κοιτάς εκεί ψηλά, έχει σίγουρα γραμμένο το όνομά της...
δύναμη, Ρομπέν....
Δεν περίμενα να διαβασω αυτό όταν ανοιξα το μπλογκ σου... Ο Θεός να την αναπαύσει. Εκτός από μακριά σε χρόνο η ζωή της ήταν μεστή από το μεγαλείο και την τραγικότητα του ανθρώπου. Πιστεύω ότι μια από τις σημαντικές χαρές της θα ήταν η αγάπη σου για αυτην που αποπνεει αυτη σου η καταχωρηση.
22 augoustou pali , gennithike i mama mou opia omos ezise poli ligo. ainigma..kakou
omos posa einai oristika, den ξερω.
"Στα ενενήντα οκτώ κανένα φως δεν εκπηγάζει.. από φυσικό κάλλος:)
Πιστεύω ότι θα τους ξαναδούμε, ninni.
Kάποτε είχες πει ότι αυτές οι μανάδες ήταν φτιαγμένες από άλλο υλικό...
Να τη θυμάστε πάντα κι αυτό θα αντικαθιστά την αίσθηση της απώλειας και...
σίγουρα εχουν στήσει γλέντι εκεί ψηλά! :)
ah you greeks are u general(ly= religious?
Πολυ συγκινητικη η απωλεια της γιαγιας σου.Τις ιδιες αποριες ειχα κι εγω οταν πεθανε η δικια μου 3 χρονια σχεδον πριν.
Διαπιστωσα μερικες ομοιοτητες.
"Ένα μυστήριο, ένα αίνιγμα κακού είναι ο αφανισμός του προσώπου από τον ορατό κόσμο. Αυτή που ήταν έπαψε να είναι, οριστικά κι αμετάκλητα."
Κι εγω την ιδια αντιδραση ειχα.Ειναι φοβερα εκνευριστικη αυτη η απουσια.Πως γινεται αυτο το πραγμα.Ειναι αφορητη αυτη η σιωπη που θες να φωναξει μιλα,μιλα μιλα παναθεμα σε.
Κι η δικια μου γιαγια ειχε απολυτη προσαρμογη στη ζωη.Ηξερα τα παντα που συνεβαιναν.Ποτε δεν αποσυρθηκε σε ασχολιες ηλικωμενων να ζει με τις αναμνησεις.Ενα σφουγγαρι.Που γυμναζε τον εγκεφαλο της.Τελικα αυτο πρεπει να ειναι το μυστικο
για να μην ερχεται η νοσος Alzheimer.Η συνεχης εκγυμναση του νου.
Πραγματικα η γιαγια σου φαινεται απο την φωτογραφια οτι ειχε ενα λαμπερο προσωπο κι οτι η ψυχη της ελαμπε.Μερικα πραγματα δεν κρυβονται.Ειναι μια παρα πολυ συμπαθητικη γιαγιουλα στη φωτογραφια και αυτο αντανακλαται απο την ψυχη της.Ουτε χαζογελαει ουτε μιζεριαζει στην ποζα της.Ισορροπει στην αξιοπρεπεια και στην χαρα.
Πραγματικα σου ευχομαι να τη θυμασαι οσο περισσοτερο μπορεις και αντεξεις.Γιατι εγω πραγματικα δεν πιστευω οτι θα τους ξαναδουμε.Αυτο που εμεινε απο τη γιαγια σου ειναι η μνημη σας απ αυτη.Αν χαθει κι αυτη η υπαρξη της θα χαθει απο παντου και για παντα.
Και κατι αλλο χωρις παρεξηγηση και για να σπασω λιγο το θλιβερο κλιμα.Επειδη ειμαι γιατρος και μου φαινεται περιεργο.Εχεις ενα θεμα με τα ιατρικα λαθη μαλλον.Οχι οτι δεν συμβαινουν αλλα μου φαινεται περιεργο να σας κυνηγουν τα ιατρικα λαθη...Σορρυ κιολας που με το πρωτο σχολιο μου παιρνω τοσο θαρρος.
Να σαι παντα καλα.Και να θυμαστε τη γιαγια σου που την συμπαθησα μετα θανατον της.
Κώστα,σ' ευχαριστώ για το σχόλιο.
Ίσως να ξενίζει, δύο παιδιά από την ίδια οικογένεια να πεθάνουν από ιατρικό λάθος. Και επίσης, οι γιατροί να ξεγράφουν τη γιαγιά κι εκείνη να μη φεύγει.
Από την άλλη, όταν έχεις μια τεράστια οικογένεια, στατιστικά σου αναλογούν περισσότερες συμφορές.
Αλλά το κυριότερο είναι το εξής: εδώ έχεις έναν παράγοντα που βγάζει την υπόθεση από τη γενική στατιστική και την κατατάσσει σε μια πιο ειδική, όπου τα πάντα μπορεί να συμβούν: όλα αυτά τα λάθη έγιναν σε (στο ίδιο) νοσοκομείο της επαρχίας, κοντά στον τόπο κατοικίας της οικογένειας. Και, φαντάζομαι, ξέρεις τι σημαίνει νοσοκομείο της επαρχίας.
Αν ποτέ βρισκόμασταν και σου έλεγα λεπτομέρειες, θα σου σηκωνόταν η τρίχα - παρότι είσαι γιατρός και βλέπεις κι ακούς πολλά.
Άλλωστε, στο τελευταίο σου post στο blog σου, φαίνεται πόσο εκτιμάται η ανθρώπινη ζωή από μια μερίδα γιατρών. Φυσικά δεν είναι όλοι έτσι. Ευτυχώς. Ομολογώ ότι έχω γνωρίσει και άριστους γιατρούς. Εξάλλου η ιατρική κοινότητα δεν είναι παρά μια μικρογραφία ή μια αντανάκλαση της κοινωνίας, δεν είναι έτσι;
Σ' ευχαριστώ και πάλι.
Δημοσίευση σχολίου